Πάνω από το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού, ήτοι 2,9 δισεκατομμύρια άνθρωποι, δεν συνδέεται με το διαδίκτυο, ακόμα κι αν η πανδημία κατέδειξε την κρίσιμη σημασία του ίντερνετ για τη συνέχιση της εργασίας ή και της εκπαίδευσης και έδωσε ώθηση στις νέες συνδέσεις, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Περίπου 4,9 δισεκατομμύρια άνθρωποι «σέρφαραν» φέτος στο διαδίκτυο, βάσει των νέων δεδομένων που συνέλεξε η Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU), τα οποία δημοσιεύτηκαν σήμερα. Είναι 800 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι σε σύγκριση με πριν από την πανδημία.
Η μάχη κατά της COVID-19 οδήγησε στο κλείσιμο αναρίθμητων επιχειρήσεων και σχολείων σε ολόκληρο τον κόσμο, πολλές φορές για μήνες και ώθησε τους εργαζόμενους και τους μαθητές, που μπορούσαν να το κάνουν, να καταφύγουν στο διαδίκτυο για να συνεχίσουν να εργάζονται και να σπουδάζουν.
Εντούτοις, η πρόσβαση παραμένει άνιση. Σχεδόν το σύνολο των ανθρώπων που έχουν αποκλειστεί κατοικεί σε μια αναπτυσσόμενη χώρα, δηλαδή το 96%.
Την ίδια ώρα, για εκατοντάδες εκατομμύρια άλλους, που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, δεν μπορούν να το κάνουν παρά με διαθέσιμα μέσα που μοιράζονται με άλλους και/ή δεν μπορούν να «σερφάρουν» παρά σε χαμηλές ταχύτητες, κάτι που περιορίζει δραστικά αυτό που μπορούν να κάνουν στο διαδίκτυο.
«Απομένουν πολλά να γίνουν», σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα της ITU Χουλίν Ζάο.
Η πανδημία ενθάρρυνε τον κόσμο να συνδεθεί στο διαδίκτυο
Η ασυνήθιστα μεγάλη αύξηση του αριθμού των χρηστών υποδηλώνει πως η πανδημία ενθάρρυνε τον κόσμο να συνδεθεί με το διαδίκτυο.
Από το 2019, 782 εκατομμύρια άνθρωποι απέκτησαν πρόσβαση στο ίντερνετ, ήτοι μια αύξηση 17%. Η αύξηση είναι 10% για την πρώτη χρονιά της πανδημίας και αποτελεί τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση «εδώ και μία δεκαετία», σύμφωνα με την ITU.
Η οργάνωση υπογραμμίζει πως η απουσία σύνδεσης στο διαδίκτυο δεν σημαίνει υποχρεωτικά την απουσία υποδομών. Όπως σημειώνει, το 95% του παγκόσμιου πληθυσμού θα μπορούσε σε θεωρητική βάση να έχει πρόσβαση σε ένα δίκτυο 3G ή 4G.
Η τιμή, ωστόσο, των εξοπλισμών και υπηρεσιών είναι πολύ συχνά απρόσιτη, υπογραμμίζει η Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών.
Εκτιμά πως για να είναι οικονομικά προσβάσιμη, μια σύνδεση πρέπει να στοιχίζει περίπου 2% του ετήσιου εισοδήματος ανά κάτοικο μιας αναπτυσσόμενης χώρας. Κι όμως, σε ορισμένες από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου, το κόστος μπορεί να φθάσει το 20% ή περισσότερο.
Η έλλειψη ψηφιακής εκπαίδευσης αποτελεί επίσης ένα σημαντικό εμπόδιο.
Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με προβλήματα, όπως η φτώχια και η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος ή ψηφιακής τεχνογνωσίας.
Η διαφορά στην πρόσβαση μεταξύ ανδρών και γυναικών έχει μειωθεί, όμως οι πρώτοι επικρατούν στις συνδέσεις (62%) σε σύγκριση με το 57% των γυναικών.
Στις πλούσιες χώρες, το ψηφιακό χάσμα μεταξύ των αστικών και αγροτικών ζωνών είναι πολύ μικρό (το 89% των πόλεων χρησιμοποίησε το διαδίκτυο τους τρεις τελευταίους μήνες σε σύγκριση με το 85% στις αγροτικές περιοχές).
Ωστόσο, δεν συμβαίνει το ίδιο στις φτωχές χώρες, όπου οι κάτοικοι των πόλεων συνδέονται διπλάσιες φορές σε σύγκριση με εκείνους των αγροτικών περιοχών (72% έναντι 34%).