Επιστήμονες στην Ελβετία ανακοίνωσαν ότι για πρώτη φορά βρήκαν τρόπο να προβλέπουν κατά πόσο ένας ασθενής κινδυνεύει να αναπτύξει τη λεγόμενη μακρά Covid-19, να έχει δηλαδή συμπτώματα της νόσου για μήνες. Πρόκειται για μια «υπογραφή» στο ανοσοποιητικό σύστημα, συγκεκριμένα τα χαμηλά επίπεδα ορισμένων αντισωμάτων (που είναι συχνότερα σε όσους εμφανίζουν μακρά Covid-19), σε συνδυασμό με ιστορικό άσθματος, την ηλικία και μερικά αρχικά συμπτώματα της λοίμωξης.
Η οξεία φάση της λοίμωξης με κορωνοϊό μπορεί να επηρεάσει πολλά όργανα και, ακόμη και μετά την αποδρομή της, τα συμπτώματα μπορούν να παραμείνουν για καιρό. Περίπου ο ένας στους τρεις ασθενείς Covid-19 αναφέρει ότι τα συμπτώματα του διαρκούν πάνω από τέσσερις εβδομάδες. Τα συχνότερα επίμονα συμπτώματα είναι η κόπωση, η δύσπνοια και η γνωστική εξασθένηση. Οι αιτίες για την επιμονή των συμπτωμάτων σε μερικούς ανθρώπους και όχι σε άλλους δεν έχει κατανοηθεί καλά μέχρι στιγμής.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Ονούρ Μπόιμαν του Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Ζυρίχης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Communications», μελέτησαν 215 ανθρώπους, από τους οποίους οι 175 είχαν διαγνωστεί θετικοί για κορωνοϊό και οι 40 ήσαν υγιείς (η ομάδα ελέγχου). Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα έως ένα έτος μετά την αρχική λοίμωξη. Καταγράφηκαν 89 περιπτώσεις με ήπια νόσο και 45 με σοβαρή Covid-19. Το 54% των ανθρώπων που νόσησαν ήπια και το 82% όσων νόσησαν σοβαρά, ανέπτυξαν ένα ή περισσότερα επίμονα συμπτώματα για πάνω από ένα μήνα.
Η συγκριτική ανάλυση των επιπέδων των αντισωμάτων και άλλων κλινικών παραμέτρων αποκάλυψε μια «υπογραφή» – δηλαδή μια ομάδα δεικτών – που βασίζεται συνδυαστικά στα χαμηλότερα επίπεδα ολικής ανοσοφαιρίνης Μ (IgM) και ανοσοσφαιρίνης G3 (IgC3), στη μεγαλύτερη ηλικία, στο ιστορικό άσθματος και σε πέντε συμπτώματα (πυρετό, κόπωση, βήχα, δύσπνοια, γαστρεντερικές διαταραχές) κατά την αρχική οξεία λοίμωξη. Η «υπογραφή» αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για γίνει πρόβλεψη του κινδύνου μακράς Covid-19, κάτι που επιβεβαιώθηκε με την παρακολούθηση άλλων 395 ασθενών με κορωνοϊό.
Οι ερευνητές πάντως ανέφεραν ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθεί ότι η μέθοδος τους μπορεί όντως να αξιοποιηθεί κλινικά.