Τη στιγμή που ορισμένες χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, προχωρούν σε μείωση των ημερών υποχρεωτικής αυτοαπομόνωσης των ασθενών κορωνοϊού, ενώπιον και των νέων δεδομένων που έβαλε στο τραπέζι η παραλλαγή Όμικρον, ο επικεφαλής του Βρετανικού Συστήματος Υγείας (NHS) εκφράζει τις επιφυλάξεις του, προειδοποιώντας για τους πιθανούς κινδύνους μιας τέτοιας στρατηγικής.
Αρκετοί επιστήμονες υποστηρίζουν ένθερμα την ιδέα του περιορισμού του χρόνου της καραντίνας, λαμβάνοντας υπόψη τους και τα πιο ελαφρά συμπτώματα που εμφανίζεται να προκαλεί το νέο στέλεχος του ιού. Ωστόσο, ο Κρις Χόπσον τονίζει ότι οι γνώσεις μας γύρω από τη δυνητική εξέλιξη του τρέχοντος πανδημικού κύματος παραμένουν ελλιπείς, πράγμα που σημαίνει ότι τέτοιου είδους κινήσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν περαιτέρω επιβάρυνση των νοσοκομείων, που στην περίπτωση αρκετών κρατών προσέγγιζαν ήδη τα όριά τους πριν την ανάδυση της Όμικρον.
Ταυτόχρονα, ενδιαφέρον έχει και ο διάλογος που έχει ανοίξει στις ΗΠΑ – «πατρίδα» της μείωσης του χρόνου καραντίνας – όπου σωματεία εργαζομένων καταγγέλλουν πως η απόφαση του CDC στηρίχτηκε περισσότερο στις πιέσεις των εργοδοτών, παρά στα επιστημονικά δεδομένα.
Τι ισχύει για τη Βρετανία
Από τις 22 Δεκεμβρίου, οι κάτοικοι της Αγγλίας που λαμβάνουν διάγνωση κοροναϊού, έχουν δικαίωμα να διακόπτουν την αυτοαπομόνωσή τους στις επτά ημέρες, αντί των 10 που ίσχυαν στο παρελθόν, με τον όρο ότι έχουν λάβει αρνητικό αποτέλεσμα σε τεστ κατά την έκτη και την έβδομη ημέρα και δεν παρουσιάζουν πυρετό. Η Σκωτία, η Ουαλία και η Βόρεια Ιρλανδία, αντιθέτως, επέλεξαν να διατηρήσουν τους προηγούμενους κανονισμούς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για την Ελλάδα, ο ΕΟΔΥ αποφάσισε τον περιορισμό του χρόνου της καραντίνας στις πέντε μόλις ημέρες, ακόμη και ελλείψει αρνητικού τεστ και ακόμη και αν εξακολουθούν να υπάρχουν ήπια συμπτώματα που υποχωρούν (με την εξαίρεση του πυρετού που θα πρέπει να απουσιάζει), με την υποχρέωση, ωστόσο, της χρήσης μάσκας υψηλής αναπνευστικής προστασίας για πέντε ακόμη ημέρες. Η συγκεκριμένη απόφαση στηρίχτηκε στις αντίστοιχες νέες οδηγίες που εξέδωσε το CDC – το οποίο όμως έχει δεχθεί τα πυρά σωματείων που καταγγέλλουν ότι απλώς υπάκουσε στις εντολές μεγάλων βιομηχανιών των ΗΠΑ, που δεν ήθελαν να αντιμετωπίσουν το κόστος των απουσιών του εργατικού δυναμικού τους.
Πιέσεις για αντίστοιχη μείωση του διαστήματος δέχεται και η βρετανική κυβέρνηση, καθώς η υψηλή μεταδοτικότητα της Όμικρον προκαλεί ανησυχίες για ελλείψεις προσωπικού ικανές να προκαλέσουν σοκ στην οικονομία, αλλά και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα.
Τι αναφέρει ο επικεφαλής του NHS
Θέση στον σχετικό διάλογο μεταξύ των επιστημόνων έλαβε και ο Κρις Χόπσον, επικεφαλής του NHS, μέσα από σειρά αναρτήσεων στο Twitter.
«Η Covid-19 συνεχίζει να αχρηστεύει πολιτικές και να απαιτεί δύσκολες αποφάσεις μεταξύ αντικρουόμενων στόχων. Η μείωση των ημερών αυτοαπομόνωσης από τις επτά στις πέντε ημέρες είναι άλλο ένα τέτοιο παράδειγμα», τόνισε.
«Αν τα ποσοστά των απόντων και οι απειλές για την ποιότητα της περίθαλψης και την ασφάλεια των ασθενών αυξηθούν, το ίδιο θα συμβεί αναπόφευκτα και με τις πιέσεις για αλλαγή της περιόδου απομόνωσης», παρατήρησε.
Ωστόσο, επεσήμανε επίσης ότι μια τέτοια μεταβολή θα μπορούσε να αποδειχθεί προβληματική, σε περίπτωση που οδηγήσει σε αύξηση του κινδύνου για μετάδοση του κοροναϊού ενδονοσοκομειακά. Και αν αποδειχθεί ότι οι ασθενείς παραμένουν μεταδοτικοί έπειτα από πέντε ημέρες αυτοαπομόνωσης, θα μπορούσε να υπάρξει και αύξηση του ρυθμού μετάδοσης του ιού στην κοινότητα – πράγμα ανησυχητικό δεδομένου ότι οι επιπτώσεις της Όμικρον στους ηλικιωμένους παραμένουν πεδίο ανεξερεύνητο.
Ελλείψεις σε τεστ
Και ταυτόχρονα, η έκρηξη των κρουσμάτων που έφερε το νέο στέλεχος, έχει ήδη οδηγήσει σε ελλείψεις των rapid και των μοριακών τεστ.
«Μια πολιτική που στηρίζεται στην επίδειξη αρνητικού PCR ή rapid τεστ για την έξοδο από την καραντίνα, απαιτεί άμεση, αξιόπιστη και εκτεταμένη πρόσβαση σε αυτά τα τεστ. Αυτή τη στιγμή η κατάσταση σταθερά δεν ανταποκρίνεται σε αυτό», σημείωσε.
Ο Χόπσον πρόσθεσε ότι υπάρχουν έντονες διαφωνίες στο εσωτερικό της επιστημονικής κοινότητας για το κατά πόσον ή σε πιο βαθμό οι ασθενείς παραμένουν μεταδοτικοί πέντε ημέρες μετά τη λοίμωξη με Όμικρον.
Οι ΗΠΑ που έδειξαν τον δρόμο
Το μέτρο μείωσης της περιόδου καραντίνας στις πέντε ημέρες, που υιοθέτησε σήμερα και η Ελλάδα ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, που ανακοίνωσαν πρόσφατα ότι η έξοδος από την αυτοαπομόνωση μπορεί να γίνεται ήδη από τις πέντε ημέρες, στο βαθμό που δεν υπάρχουν πλέον συμπτώματα. Η απόφαση των ΗΠΑ να μην απαιτεί αρνητικό τεστ πριν την επιστροφή των ασθενών στις καθημερινές τους δραστηριότητες, έχει γίνει αντικείμενο έντονων επικρίσεων από ορισμένους επιστήμονες.
Ανάμεσά τους και ο Λόρενς Γιανγκ, ιολόγος και καθηγητής μοριακής ογκολογίας στην ιατρική σχολή του Warwick, που τόνισε μιλώντας στον Guardian ότι ο χρόνος κατά τον οποίο οι ασθενείς γίνονται και παύουν να είναι μεταδοτικοί, διαφέρει από άτομο σε άτομο και από στέλεχος σε στέλεχος, ενώ υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι απαιτούνται μόλις δύο με τρεις ημέρες από τη στιγμή που κάποιος θα μολυνθεί από την Όμικρον μέχρι να είναι πλέον σε θέση να τη μεταδώσει.
Ανησυχητική η μείωση του χρόνου απομόνωσης
«Η μεταδοτική περίοδος μπορεί να ξεκινήσει πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων και να διαρκέσει για δυο έως τρεις ημέρες μετά την εμφάνισή τους», εξήγησε.
Επιπλέον, πρόσθεσε ότι η πρακτική της Βρετανίας, με την καραντίνα επτά ημερών και την προϋπόθεση του τεστ, είναι υπεύθυνη και αφήνει κάποιο χρονικό περιθώριο για τις πιθανές διαφορές από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ωστόσο, συμπλήρωσε: «Η μείωση του χρόνου αυτοαπομόνωσης στις πέντε ημέρες χωρίς στιβαρά δεδομένα προς αυτή την κατεύθυνση, είναι ανησυχητική και θα μπορούσε να υιοθετηθεί μόνο με τον αυστηρό όρο της πραγματοποίησης τεστ».
Έρευνα επιστημόνων της Υπηρεσίας Ασφάλειας Υγείας της Βρετανίας, η οποία δεν έχει προς το παρόν αξιολογηθεί από ομότιμους, δείχνει ότι ακόμη και η διενέργεια δύο rapid τεστ δεν αρκεί από μόνη της, αφού παραμένει το ενδεχόμενο των ψευδώς αρνητικών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επιστροφή ανθρώπων που παραμένουν μεταδοτικοί στις καθημερινές τους δραστηριότητες. Επομένως, καταλήγει στο ότι η υποχρεωτική αυτοαπομόνωση παραμένει αναγκαία.
«Μια περίοδος αυτοαπομόνωσης που να ξεπερνά τις επτά ημέρες δεν προσφέρει πολύ μεγαλύτερη προστασία, όμως ο περιορισμός του χρόνου κάτω από αυτό το επίπεδο θα αυξήσει δραματικά το ποσοστό των κρουσμάτων που θα κυκλοφορούν στην κοινότητα», σημειώνει η ομάδα.
Εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης δήλωσε σχετικά μιλώντας στον Guardian: «Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν σχέδια για περαιτέρω αλλαγές στο χρόνο απομόνωσης, όμως εξετάζουμε διαρκώς όλους τους κανονισμούς, βάσει των τελευταίων υγειονομικών δεδομένων».
Καταγγελίες για εμπλοκή εταιρειών στην απόφαση του CDC
Εντωμεταξύ, σωματείο αεροσυνοδών στις ΗΠΑ κατηγορεί το CDC ότι προχώρησε σε χαλάρωση των μέτρων καραντίνας, για τα μάτια των αεροπορικών εταιρειών, που δέχθηκαν τεράστιο πλήγμα από την εξάπλωση της Όμικρον στο προσωπικό τους.
«Είπαμε ότι θέλουμε να πάρουμε τις καλύτερες συμβουλές για την καραντίνα από τους ειδικούς, όχι από την αμερικανική βιομηχανία που απαιτεί μείωση της περιόδου εξαιτίας ελλείψεων προσωπικού», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η πρόεδρος της Ένωσης Αεροσυνοδών – CWA International, Σάρα Νέλσον, μετά την ανακοίνωση του CDC.
«Το CDC έδωσε μια ιατρική εξήγηση για την απόφασή του, όμως το γεγονός ότι αυτή ταυτίζεται με τον αριθμό ημερών που απαιτούσε η αμερικανική βιομηχανία δεν μας καθησυχάζει καθόλου», τόνισε.
Τα λόμπι των αερογραμμών
Πράγματι, μόλις λίγες ημέρες πριν την ανακοίνωση της αλλαγής, η βιομηχανία αερομεταφορών της χώρας ενώθηκε πίσω από το αίτημα για μείωση του χρόνου αυτοαπομόνωσης, λέγοντας ότι οι δέκα ημέρες καραντίνας θα μπορούσαν «να εντείνουν τις ελλείψεις προσωπικού και να προκαλέσουν σημαντικές αναταράξεις στο ανθρώπινο δυναμικό και τις δραστηριότητές μας». Λίγο νωρίτερα, οι αμερικανικές αερογραμμές αναγκάζονταν να ακυρώσουν τη μια πτήση μετά την άλλη εν μέσω της εορταστικής περιόδου, εξαιτίας των πολλαπλών κρουσμάτων Όμικρον σε πιλότους.
«Ως βιομηχανία, είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με το CDC για να προχωρήσουμε σε επιστημονικά στερεές αποφάσεις πολιτικής και να συλλέξουμε τα αναγκαία εμπειρικά δεδομένα για να επιτηρήσουμε επαρκώς κάθε μεταβολή των κανονισμών», έγραφε σε επιστολή του προς τη διευθύντρια του CDC, Ροσέλ Βαλένσκι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος των Αμερικανικών Αερογραμμών, Νίκολας Κάλιο.
Οι αεροπορικές εταιρείες, άλλωστε, ασκούσαν πιέσεις για μεταβολές στα πρωτόκολλα εδώ και πολύ καιρό, προσεγγίζοντας πολλαπλές υπηρεσίες και αξιωματούχους της αμερικανικής κυβέρνησης. Εντέλει, το πιθανότερο είναι ότι ο βαθμός που οι κινήσεις αυτές επηρέασαν την απόφαση του CDC δεν θα αποσαφηνιστεί ποτέ εντελώς. Ωστόσο, δύσκολα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι ρίχνουν ορισμένες σκιές επί της αξιοπιστίας του μέτρου.