Η Αυστραλία, μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς άνθρακα παγκοσμίως που μέχρι πρότινος αντιστεκόταν στις πιέσεις να περιορίσει την εξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα, έκλεισε αυτή την εβδομάδα το παλαιότερο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργούσε με άνθρακα.
Ο σταθμός παραγωγής στο Λίντελ, που βρίσκεται περίπου 3 ώρες οδικώς βόρεια του Σίδνεϊ, είναι ένα από τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργούν με άνθρακα τα οποία πρόκειται να κλείσουν τα επόμενα χρόνια.
Κατασκευασμένο το 1971 το εργοστάσιο του Λίντελ παρείχε περίπου το 10% της ηλεκτρικής ενέργειας που κατανάλωνε η πολιτεία της Νέας Νότιας Ουαλίας, η πιο πολυπληθής στην Αυστραλία.
Θα χρειαστούν δύο χρόνια για την αποξήλωση του εργοστασίου, εκτιμά η διαχειρίστρια εταιρεία AGL, σύμφωνα με την οποία στη συνέχεια αυτό θα μπορέσει να χρησιμεύσει για την παραγωγή καθαρής ενέργειας.
«Περισσότερο από το 90% των υλικών του εργοστασίου θα ανακυκλωθούν, περιλαμβανομένων 70.000 τόνων χάλυβα», υπογράμμισε η κρατική εταιρεία.
Επί δεκαετίες το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας στην Αυστραλία παραγόταν με άνθρακα, όμως τα εργοστάσια παραγωγής όπως αυτό στο Λίντελ γρήγορα μετατράπηκαν σε αναξιόπιστα «ναυάγια», εξηγεί ο Μαρκ Ντίσεντορφ, ειδικός στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας.
Αναποτελεσματικά, ρυπογόνα και κοστοβόρα στη συντήρησή τους αυτά τα εργοστάσια θα ήταν αντίθετα με τους κλιματικούς στόχος της Αυστραλίας, αν συνεχιζόταν η χρήση τους.
Η Αυστραλία είναι εδώ και πολύ καιρό μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς και εξαγωγούς άνθρακα παγκοσμίως και πολλές κυβερνήσεις αντιστέκονταν στις πιέσεις να περιοριστεί η δραστηριότητα του τομέα.
Όμως η νέα κεντροαριστερή κυβέρνηση του πρωθυπουργού Άντονι Αλμπανέζι, που εξελέγη πέρυσι με την υπόσχεση να αναλάβει δράση κατά της κλιματικής αλλαγής, δεσμεύθηκε ότι το 82% της ενέργειας στην Αυστραλία θα παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ως το 2030.
Πρόκειται για μια ριζική αλλαγή, καθώς αυτή τη στιγμή μόνο το 30% της ηλεκτρικής ενέργειας προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές.
Σε καλό δρόμο
Υπό την αυξανόμενη πίεση της κοινής γνώμης πολλές αυστραλιανές εταιρείες ορυκτών καυσίμων προτίμησαν να κλείσουν τους παλιούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας που λειτουργούσαν με άνθρακα.
Ο σταθμός στο Λίντελ αρχικά ήταν προγραμματισμένο να κλείσει το 2022, όμως η AGL διευκρίνισε ότι τον διατήρησε σε λειτουργία ως τον Απρίλιο προκειμένου να διασφαλίσει «την αξιοπιστία του συστήματος».
Ο μεγαλύτερος σταθμός παραγωγής ενέργειας που λειτουργεί με άνθρακα στη χώρα, αυτός στο Έραρινγκ της Νέας Νότιας Ουαλίας, αναμένεται να κλείσει το 2025 και κάποιοι άλλοι θα ακολουθήσουν την επόμενη δεκαετία.
Το κλείσιμο των σταθμών αυτών θα επιτρέψει να εξακριβωθεί αν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να καλύψουν το κενό, εκτιμά ο Τιμ Μπάκλεϊ, ειδικός στα κλιματικά οικονομικά.
Κυβερνητική έκθεση που δημοσιεύθηκε σήμερα αναφέρει ότι η Αυστραλία βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Η αυστραλιανή ρυθμιστική αρχή της αγοράς ενέργειας παρατήρησε ότι το ρεκόρ παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές – κυρίως μέσω της ηλιακής ενέργειας-ήδη οδηγεί στη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά.
Η Αυστραλία έχει αρκετή ηλιοφάνεια και στις ακτές της πνέουν ισχυροί άνεμοι, δύο στοιχεία που της επιτρέπει να αναχθεί σε υπερδύναμη στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, σύμφωνα με τον Μπάκλεϊ.
Το πιο δύσκολο, σημειώνει ο ίδιος, είναι να βρεθεί τρόπος να αποθηκεύεται η ενέργεια αυτή και να διανύει τις μεγάλες αποστάσεις που χωρίζουν τις πόλεις της Αυστραλίας.
«Οι πιθανότητες όλα αυτά να γίνουν ως το 2030 είναι σχεδόν μηδενικές», παραδέχεται.
Εξάλλου η Αυστραλία έχει να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις για να πετύχει τον στόχο της ουδετερότητας του άνθρακα ως το 2050. Στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας «ο πόλεμος του κλίματος» κυριαρχούσε στην πολιτική ζωή της χώρας, υπονομεύοντας τις προσπάθειας να μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Το 2020 ερευνητές παρατήρησαν ότι το 8% των Αυστραλών αρνούνταν την ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής, ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο.