Η μέση ηλικία που οι άνθρωποι αποκτούσαν παιδιά κατά τα τελευταία 250.000 χρόνια είναι τα 26,9 έτη. Επιπλέον, η ηλικία των πατέρων υπήρξε συστηματικά μεγαλύτερη (30,7 έτη κατά μέσο όρο) σε σχέση με εκείνη των μητέρων (23,2 έτη κατά μέσο όρο).
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα μιας νέας μελέτης Αμερικανών επιστημόνων, της πρώτης του είδους της σε τόσο μεγάλο βάθος χρόνου, όσον αφορά την ανθρώπινη εξελικτική ιστορία στο ζήτημα της διάρκειας της ανθρώπινης γενιάς. Οι προηγούμενες εκτιμήσεις έφθαναν σε βάθος έως 45.000 ετών και αφορούσαν και τους δύο γονείς, χωρίς διάκριση μεταξύ των δύο φύλων.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα, με επικεφαλής τον καθηγητή υπολογιστικής βιολογίας Μάθιου Χαν, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό «Science Advances», βρήκαν ότι η ηλικιακή «ψαλίδα» μεταξύ πατέρων-μητέρων έχει σταδιακά συρρικνωθεί κατά τα τελευταία 5.000 χρόνια, κάτι που οφείλεται κυρίως στο ότι αυξάνεται συνεχώς η ηλικία που μια γυναίκα γίνεται μητέρα για πρώτη φορά (σήμερα εκτιμάται σε 26,4 έτη κατά μέσο όρο διεθνώς).
«Διαπιστώσαμε ότι μπορούμε να προβλέψουμε την ηλικία που οι άνθρωποι έκαναν παιδιά, από τους τύπους των μεταλλάξεων του DNA που κληροδοτούσαν στα παιδιά τους», δήλωσε ο δρ Χαν. Το παιδικό DNA που κληρονομείται από τους γονείς, περιέχει περίπου 25 έως 75 νέες μεταλλάξεις (de novo). Το είδος των μεταλλάξεων στα παιδιά εξαρτάται από τις ηλικίες του πατέρα και της μητέρας.
Πέρα από την αύξηση στην ηλικία της μητέρας, όταν γεννά το πρώτο παιδί της, οι ερευνητές βρήκαν ότι η γονική ηλικία δεν έχει αυξηθεί με σταθερό ρυθμό από το παρελθόν μέχρι σήμερα, αλλά φαίνεται να μειώθηκε πριν περίπου 10.000 χρόνια, λόγω μιας αύξησης του πληθυσμού στη Γη που συνέπεσε με την αγροτική επανάσταση και την ανάδυση του πολιτισμού.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ