Δύο αρχαίους σκελετούς αγκαλιασμένους σε κοινό τάφο ανακάλυψαν αρχαιολόγοι στη βόρεια Κίνα. Τα λείψανα πιθανότατα ανήκαν σε έναν άνδρα και μια γυναίκα που έζησαν κατά την περίοδο του Βόρειου Γουέι (386 έως 534 π.Χ.).
Αν και οι κοινές ταφές ανδρών-γυναικών δεν ήταν ασυνήθιστες στην Κίνα, αυτή η περιπλεγμένη ταφή «με δύο σκελετούς αγκαλιασμένους σε μια τολμηρή επίδειξη αγάπης» είναι η πρώτη του είδους της στη χώρα και μπορεί να αντανακλά την αλλαγή της στάσης απέναντι στην αγάπη στην κινεζική κοινωνία εκείνη την εποχή, έγραψαν οι ερευνητές.
«Αυτό είναι το πρώτο ζευγάρι που βρέθηκε αγκαλιασμένο οπουδήποτε και οποτεδήποτε στην Κίνα», δήλωσε στο Live Science ο επικεφαλής της μελέτης Qian Wang, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Βιοϊατρικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Τέξας.
Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν την ταφή τον Ιούνιο του 2020 κατά την ανασκαφή ενός νεκροταφείου που είχε αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών στην επαρχία Σανξί. Το νεκροταφείο περιείχε περίπου 600 ταφές της φυλής Ξιανμπέι που έζησε στη βόρεια Κίνα, αφομοιώθηκε από τον κινεζικό πολιτισμό των Χαν, και χρονολογείται στη Δυναστεία των Βόρειων Γουέι (386-534 μ.Χ.), όπως αποκάλυψαν τα σχήματα των τάφων και τα κεραμικά αντικείμενα που βρέθηκαν στο νεκροταφείο.
Επειδή η ταφή του ζευγαριού ήταν μοναδική, οι αρχαιολόγοι αποφάσισαν να μην ανασκάψουν πλήρως τα σκελετικά υπολείμματα και τα άφησαν ώστε να εκτεθούν σε μελλοντική έκθεση του μουσείου. Οι αρχαιολόγοι βρήκαν άλλα δύο ζευγάρια θαμμένα μαζί στο ίδιο νεκροταφείο- αλλά δεν αγκαλιάζονταν τόσο στενά και οι γυναίκες δεν φορούσαν δαχτυλίδια, δήλωσε ο Wang.
Η μερική ανασκαφή των εραστών αποκάλυψε πολλά για αυτούς. Ο άντρας πρέπει να είχε υψος περίπου 1,61 εκ. και έφερε μερικά τραύματα, συμπεριλαμβανομένου ενός σπασμένου χεριού, ενός τμήματος ενός δάχτυλου που έλειπε από το δεξί του χέρι και οστικών εξογκωμάτων στο δεξί του πόδι. Πιθανότατα πέθανε μεταξύ 29 και 35 ετών, είπαν οι ερευνητές.
Η γυναίκα, αντίθετα, ήταν αρκετά υγιής όταν πέθανε. Είχε ύψος περίπου 1,57 εκ. και υπέφερε από κάποια οδοντικά προβλήματα, μεταξύ των οποίων και κοιλότητες. Πιθανότατα πέθανε μεταξύ 35 και 40 ετών. Είναι πιθανό ότι η γυναίκα φορούσε το δαχτυλίδι στο παράμεσο δάχτυλο λόγω της επιρροής «των εθίμων από τις δυτικές περιοχές και πέρα από αυτές, μέσω του δρόμου του μεταξιού και της αφομοίωσης των ανθρώπων του Ξιανμπέι, γεγονός που αποδεικνύει την ενσωμάτωση του κινεζικού και του δυτικού πολιτισμού», δήλωσε ο Wang.
Πάντως, όποιος έθαψε το ζευγάρι το έκανε με ιδιαίτερη φροντίδα. Το σώμα του άνδρα ήταν κυρτωμένο προς το σώμα της γυναίκας και την αγκάλιαζε από τη μέση, με το δεξί του χέρι, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους. Το κεφάλι της ήταν ελαφρώς στραμμένο προς τα κάτω, πράγμα που σημαίνει ότι το πρόσωπό της θα ακουμπούσε στον ώμο του. Τα χέρια της αγκάλιαζαν το σώμα του.
«Το μήνυμα της ταφής ήταν σαφές – ο άντρας και η γυναίκα κείτονταν μαζί, αγκαλιασμένοι σε μια αιώνια ένδειξη αγάπης κατά τη διάρκεια της μεταθανάτιας ζωής», έγραψαν οι ερευνητές.
Η ομάδα είχε μερικές θεωρίες για το πώς το ζευγάρι κατέληξε στον ίδιο τάφο. Είναι απίθανο οι εραστές να πέθαναν ταυτόχρονα βίαια, λόγω ασθένειας ή από δηλητηρίαση, καθώς δεν υπάρχουν ακόμη αποδείξεις για κάτι τέτοιο. Ίσως ο άντρας να πέθανε πρώτος και η γυναίκα να θυσιάστηκε ώστε να ταφούν μαζί, είπαν οι ερευνητές. Είναι επίσης πιθανό η γυναίκα να πέθανε πρώτη και ο άντρας να θυσιάστηκε- ωστόσο, αυτό είναι λιγότερο πιθανό, καθώς η γυναίκα φαίνεται να ήταν σε καλύτερη υγεία από τον σύντροφό της.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης χιλιετίας, όταν έζησε αυτό το ζευγάρι, η ελευθερία της έκφρασης και η αναζήτηση της αγάπης στην Κίνα ήταν πολιτισμικά αποδεκτές, σύμφωνα με τους ερευνητές. Υπήρχαν άφθονες φανταστικές ιστορίες αγάπης και ακόμη και ιστορικές καταγραφές ανθρώπων που αυτοκτονούσαν για τον έρωτα.
Αν και οι συνθήκες που οδήγησαν στον ενταφιασμό αυτών των εραστών παραμένουν ένα μυστήριο, η ταφή τους είναι μια «μοναδική επίδειξη του ανθρώπινου συναισθήματος της αγάπης και προσφέρει μια σπάνια ματιά στην αγάπη, τη ζωή, το θάνατο και τη μετά θάνατον ζωή», έγραψαν οι ερευνητές σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στο International Journal of Osteoarchaeology.