Τα τελευταία χρόνια, το κινεζικό καθεστώς φαίνεται να αξιοποιεί μια ιδιόμορφη στρατηγική προκειμένου να ασκήσει με έμμεσο τρόπο πιέσεις στην Ταϊβάν, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων τον ανώνυμο χαρακτήρα των social media καθώς και το υπερκομματικό πολιτικό τοπίο της μικρής χώρας.
Τα παραπάνω υποστηρίζει η διάσημη δημοσιογράφος Αν Άπλμπαουμ σε άρθρο της στην ιστοσελίδα Atlantic. Ξεκινά, μάλιστα, κάνοντας αναφορά σε περιστατικό που έλαβε χώρα το 2018, όταν ένας τυφώνας οδήγησε στην ακύρωση πτήσεων στο διεθνές αεορδρόμιο Κανσάι κοντά στην Οσάκα της Ιαπωνίας με αποτέλεσμα να ταλαιπωρηθούν χιλιάδες άνθρωποι.
Υπό άλλες συνθήκες, τονίζει η δημοσιογράφος, αυτό το γεγονός ίσως να μην είχε ιδιαίτερο πολιτικό νόημα, αλλά λίγες ώρες αργότερα, μια μυστηριώδης ιστοσελίδα ειδήσεων από την Ταϊβάν άρχισε να κάνει λόγο για αποτυχία των Ταϊβανών διπλωματών να διασώσουν τους πολίτες της χώρας. Αρκετοί blogger άρχισαν να αναρτούν μηνύματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επαινώντας τους Κινέζους αξιωματούχους, οι οποίοι είχαν στείλει λεωφορεία ώστε να απομακρύνουν γρήγορα τους πολίτες τους.
Μάλιστα, συνεχίζει η Άπλμπαουμ, αναφέρθηκε ότι κάποιοι από τους Ταϊβάνούς τουρίστες προσποιήθηκαν τους Κινέζους προκειμένου να επιβιβαστούν στα λεωφορεία αυτά. Το εν λόγω περιστατικό απασχόλησε πολλούς ανθρώπους, ενώ κυκλοφόρησαν φωτογραφίες και βίντεο που φέρονται να τραβήχτηκαν στο αεροδρόμιο.
Το αφήγημα της «αποτυχίας»
Σύντομα, η είδηση βρέθηκε στο μικροσκόπιο και των ΜΜΕ της Ταϊβάν. Δημοσιογράφοι επιτέθηκαν στην κυβέρνηση: «Γιατί οι Κινέζοι διπλωμάτες κινήθηκαν τόσο γρήγορα και αποτελεσματικά;», «Γιατί οι Ταϊβανοί ήταν τόσο ανίκανοι;». Ειδησεογραφικοί οργανισμοί ανέφεραν ότι το συγκεκριμένο περιστατικό ήταν «ντροπή για το έθνος», ιδιαίτερα για μία χώρα, της οποίας οι ηγέτες υποστηρίζουν ότι δεν έχουν καμία ανάγκη την υποστήριξη της Κίνας.
Όπως αναφέρει η Άπλμπαουμ, οι επικεφαλίδες των ειδήσεων ανέφεραν πως «Για να μπεις στο λεωφορείο, πρέπει να υποκριθείς τον Κινέζο» και ότι «Οι Ταϊβανοί ακολουθούν λεωφορείο από την Κίνα». Μάλιστα, προσθέτει η δημοσιογράφος, το αίσθημα οργής που επικρατούσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στα παραδοσιακά ΜΜΕ, είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός Ταϊβανού διπλωμάτη, με τα στοιχεία να δείχνουν ότι επρόκειτο για αυτοκτονία.
Σύμφωνα με την Άπλμπαουμ, οι έρευνες που ακολούθησαν έφεραν στο φως κάποια παράξενα στοιχεία. Πολλά από τα προφίλ που μιλούσαν στα social media για το εν λόγω γεγονός δεν ήταν αληθινά, ενώ οι εικόνες που είχαν αναρτήσει ήταν «πειραγμένες». Η μυστηριώδης ιστοσελίδα που μετέδωσε πρώτη την είδηση, αποκαλύφθηκε ότι σχετίζεται με το Κινεζικό Κομουνιστικό Κόμμα, ενώ τα βίντεο που κυκλοφόρησαν ήταν ψεύτικα.
Το πιο παράξενο από όλα, επισημαίνει η δημοσιογράφος, είναι ότι η ιαπωνική κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι δεν υπήρχαν κινεζικά λεωφορεία στο αεροδρόμιο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρξε κάποια αποτυχία εκ μέρους της Ταϊβάν. Ωστόσο, δημοσιογράφοι και ειδησοεγραφικοί οργανισμόι προώθησαν το εν λόγω αφήγημα, και ιδιαίτερα εκείνοι που ήθελαν να επιτεθούν στο κυβερνών κόμμα, αναφέρει η Άπλμπαουμ.
Μια άλλη μορφή επιθετικότητας
Αυτός, σύμφωνα με την ίδια, ήταν και ο σκοπός των Κινέζων προπαγανδιστών. Ο απρόσωπος χαρακτήρας των social media, η αύξηση του αριθμού των ιστοσελίδων άγνωστης προέλευσης και – πάνω από όλα – η υπερκομματική φύση της πολιτικής στην Ταϊβάν, χρησιμοποιήθηκαν για την προώθηση ενός αφηγήματος που είναι ιδιαίτερα αγαπητό από το κινεζικό καθεστώς: «Η δημοκρατία της Ταϊβάν είναι αδύναμη. Η κινεζική απολυταρχία είναι ισχυρή. Σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, οι Ταϊβανοί θέλουν να είναι Κινέζοι».
Κάποιες φορές, οι κνεζικές πιέσεις στην Ταϊβάν ήταν στρατιωτικές και συμπεριελάμβαναν απειλές ή και την εκτόξευση πυραύλων. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η Κίνα έχει συνδυάσει αυτές τις απειλές και τους πυραύλους με άλλες μορφές πίεσης, κλιμακώνοντας αυτό που οι Ταϊβανοί αποκαλούν «γνωστικό πόλεμο» (cognitive warfare), ο οποίος δεν διεξάγεται απλώς μέσω της προπαγάνδας αλλά μέσω της προσπάθειας να δημιουργηθεί σε μια χώρα η νοοτροπία της παράδοσης.
Η σύγκριση με την Ουκρανία
Αυτό το είδος σύνθετης επίθεσης, σύμφωνα με την Άπλμπαουμ, θα έπρεπε να μας είναι οικείο, καθώς το έχουμε ήδη δει να συμβαίνει στην Ανατολική Ευρώπη.
Πριν το 2014, η Ρωσία στόχευε να κατακτήσει την Ουκρανία χωρίς τη χρήση στρατιωτικών μέσων, πείθοντας απλώς τους Ουκρανούς ότι η χώρα τους ήταν υπερβολικά διεφθαρμένη και ανίκανη να επιβιώσει. Τώρα είναι το Πεκίνο που προσπαθεί να υποτάξει την Ταϊβάν χωρίς να ξεκινήσει μια πλήρους – κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση, προσπαθώντας να κάνει τους Ταϊβανούς να πιστέψουν ότι η δημοκρατία τους είναι άκρως ελαττωματική, ότι οι σύμμαχοί τους θα τους εγκαταλείψουν καθώς και ότι δεν υπάρχει στ’ αλήθεια ταϊβανέζικη ταυτότητα.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι της χώρας καθώς και πολιτικοί ηγέτες γνωρίζουν καλά ότι η Ουκρανία έχει αποτελέσει ένα παρόμοιο παράδειγμα για διάφορους λόγους, σημειώνει η Άπλμπαουμ. Κατά τη διάρκεια πρόσφατης επίσκεψης στην Ταϊπέι, η δημοσιογράφος αναφέρει ότι άκουσε επανειλημμένα πως η εισβολή στην Ουκρανία ήταν ένα προμήνυμα, μια προειδοποίηση.
Παρ’ όλο που η Ταϊβάν και η Ουκρανία δεν έχουν κοινά στοιχεία, οι δύο χώρες – σύμφωνα με τη δημοσιογράφο – συνδέονται από τη δύναμη της αναλογικότητας. Ο Ταϊβανός υπουργός Εξωτερικών είπε στην Άπλμπαουμ ότι η ρωσικη εισβολή στην Ουκρανία κάνει τους ανθρώπους στην Ταϊβάν και σε όλο τον κόσμο να σκέφτονται το εξής: «Πω πω, ένας δικτάτορας ξεκινάει πόλεμο ενάντια σε μια φιλειρηνική χώρα. Θα μπορούσε να υπάρξει και άλλος; Και όταν κοιτούν γύρω τους, βλέπουν [ως πιθανή απάντηση] την Ταϊβάν».