Με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένεται η έναρξη της δίκης της λεγόμενης «Μαφίας των Ρομά» όπου στο εδώλιο του κατηγορουμένου θα βρεθούν συνολικά 98 κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων ο επιχειρηματίας Αλέξανδρος Αγγλούπας, δύο αστυνομικοί αλλά και ιδιοκτήτες κοσμηματοπωλείων.
Στη δίκη-μαμούθ, όπως χαρακτηρίστηκε, που έχει προσδιοριστεί για τις 23 Μαΐου του 2022 στο Γ’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, θα καταθέσουν πάνω από 300 μάρτυρες κατηγορίας, ενώ τα αδικήματα με τα οποία βαρύνονται τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης είναι 434, μεταξύ των οποίων ξέπλυμα μαύρου χρήματος, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, φθορά ξένης ιδιοκτησίας σε διακεκριμένες ληστείες που πραγματοποιούσαν σε σπίτια, επιχειρήσεις, ακόμα και εκκλησίες σε Αθήνα και Βόρεια Ελλάδα.
Πέντε χρόνια μετά την εξάρθρωσή της (Νοέμβριος του 2016), η ώρα της κρίσης για τη «Μαφία των Ρομά» πλησιάζει. Η λεία της οργάνωσης, μέσα στα 8 χρόνια δράσης της, υπολογίζεται πως ξεπερνά κατά πολύ τα 15 εκατομμύρια ευρώ, ενώ τα στοιχεία από το πολυσέλιδο κλητήριο θέσπισμα του εισαγγελέα Εφετών της Αθήνας Δημήτρη Παϊκόπουλου, που έφερε στο φως το «Πρώτο Θέμα», είναι αποκαλυπτικά για το λεπτομερή σχεδιασμό των εγκληματικών ενεργειών των κατηγορουμένων.
Ο ρόλος του Αγγλούπα
Αναφορικά με τον κατηγορούμενο επιχειρηματία Αλέξανδρο Αγγλούπα, ο οποίος είχε απασχολήσει τη Δικαιοσύνη για απόπειρα ανθρωποκτονίας το 2011 σε βάρος της Γωγώς Φαρμάκη, αδελφής της τότε συντρόφου του, Όλγας Φαρμάκη, υπόθεση για την οποία είχε καταδικαστεί σε δεύτερο βαθμό σε φυλάκιση 3,5 ετών με τριετή αναστολή, στο κλητήριο θέσπισμα για τη συμμορία των Ρομά τού αποδίδεται ο ρόλος του εκτιμητή των κλοπιμαίων και κλεπταποδόχου.
«Ο ρόλος του στη δράση των εγκληματικών ομάδων συνίστατο αρχικά στην τηλεφωνική επικοινωνία σχεδόν αμέσως μετά την τέλεση της πράξης των διακεκριμένων κλοπών, κυρίως με δύο μέλη της πρώτης εγκληματικής ομάδας, και αφού του έστελναν φωτογραφίες των κλοπιμαίων μέσω της εφαρμογής viber, προκειμένου να εκτιμήσει την αξία τους, στη συνέχεια όριζαν σημείο συνάντησης για την αγορά από αυτόν των κλοπιμαίων, κυρίως χρυσαφικών, κοσμημάτων και ρολογιών, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Κατέβαλλε δε πάντοτε το αντίτιμο των κλοπιμαίων σε μετρητά χρήματα και μετά την παραλαβή τους τα μεταπωλούσε σε ιδιώτες ή καταστήματα, όπως ενεχυροδανειστήρια, καταστήματα αγοράς χρυσού, εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας κ.λπ.».
Ο ίδιος είχε ισχυριστεί ότι ήταν ένας απλός συλλέκτης ρολογιών, ωστόσο στο σπίτι του στη Βουλγαρία, σύμφωνα πάντα με το θέσπισμα του εισαγγελέα, «αποδέχθηκε και απέκρυψε πληθώρα κοσμημάτων, ρολογιών και λοιπών προϊόντων κλοπών, μέρος των οποίων κατασχέθηκε».
Για την υπόθεση αυτή ο Αλέξανδρος Αγγλούπας είχε προφυλακιστεί τον Νοέμβριο του 2016, ενώ ένα χρόνο αργότερα, αποφυλακίστηκε από το ψυχιατρείο των Φυλακών Κορυδαλλού όπου είχε μεταφερθεί.
Στο 213 σελίδων δικαστικό έγγραφο ξεχωρίζει η δράση των δύο επίορκων αστυνομικών που παρείχαν πληροφορίες στα μέλη της σπείρας προκειμένου να διαφεύγουν τη σύλληψη, έναντι πανάκριβων iPhones και άλλων ανταλλαγμάτων, με τις «συναλλαγές» να γίνονται ακόμα και μέσα στα γραφεία της υπηρεσίας τους.
Μάλιστα, ένας από τους δύο αστυνομικούς είχε ενημερώσει τη Βουλγάρα σύντροφο κατηγορουμένου ότι το τηλέφωνό του παρακολουθείται, ενώ ο δεύτερος αξιωματούχος ενημέρωσε τους αρχηγούς της συμμορίας για την αστυνομική επιχείρηση που είχε σχεδιαστεί για τις 2 Νοεμβρίου του 2016 «με τη συμμετοχή άνω των 500 αστυνομικών», με αποτέλεσμα οι δράστες να εξαφανιστούν παίρνοντας μαζί τους και όλα τα κλοπιμαία.