Βαρύς έπεσε -και πάλι – ο πέλεκυς της Δικαιοσύνης για τους τρεις εκ των τεσσάρων κατηγορουμένων της υπόθεσης της δολοφονίας του ενεχυροδανειστή στη Δάφνη τον Απρίλιο του 2013.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας που δίκασε εκ νέου την υπόθεση έπειτα από αναίρεση του Αρείου Πάγου, επέβαλε ισόβια στους τρεις βασικούς κατηγορούμενους για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας του 30χρονου ενεχυροδανειστή και επιπλέον δέκα έτη κάθειρξης για το αδίκημα της ληστείας. Μάλιστα, το δικαστήριο δεν αναγνώρισε στους κατηγορούμενους κανένα ελαφρυντικό, όπως ζήτησε με την πρότασή του και ο εισαγγελέας της έδρας.
Να σημειωθεί ότι σε δεύτερο βαθμό οι τρεις εκ των τεσσάρων κατηγορουμένων, είχαν καταδικασθεί και πάλι σε ισόβια για την ανθρωποκτονία, ενώ για το αδίκημα της ληστείας τους είχε επιβληθεί κάθειρξη 12 ετών. Η σημερινή απόφαση του δικαστηρίου, προκάλεσε την αντίδραση των συγγενών των κατηγορούμενων, οι οποίοι βρίσκονταν έξω από τη δικαστική αίθουσα του Εφετείου. Οι συγγενείς ξέσπασαν σε φωνές και κατάρες στο άκουσμα της απόφασης.
«Έσπασαν» τα ισόβια για τη γυναίκα – αράχνη
Αντίθετα, πιο ευνοϊκή ήταν η κρίση του δικαστηρίου για τη μοναδική γυναίκα κατηγορούμενη της υπόθεσης, η οποία έχει «πολιτογραφηθεί» και ως γυναίκα – αράχνη, καθώς σύμφωνα με τη δικογραφία φέρεται να παγίδευσε το θύμα μέσω Facebook. Μετά την αναίρεση από τον Άρειο Πάγο, η κατηγορούμενη κρίθηκε ένοχη για απλή συνέργεια στην ανθρωποκτονία και για το αδίκημα αυτό της επιβλήθηκε κάθειρξη 12 ετών. Επίσης, καταδικάσθηκε σε πέντε έτη φυλάκισης για το αδίκημα της ληστείας. Σε δεύτερο βαθμό, η κατηγορούμενη είχε καταδικασθεί σε ισόβια για συναυτουργία στη δολοφονία του άτυχου νέου και επιπλέον σε 12ετή κάθειρξη για τη ληστεία.
Υπενθυμίζεται ότι η συγκεκριμένη υπόθεση αναπέμφθηκε για νέα κρίση στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο, έπειτα από αναίρεση που άσκησε το Ζ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου. Συγκεκριμένα, οι αρεοπαγίτες έκαναν εν μέρει δεκτή αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης του Εφετείου, την οποία κατάθεσαν η κατηγορούμενη, που «ψάρεψε» το θύμα μέσω Facebook και ένας εκ των συγκατηγορουμένων της.
Όπως έκρινε ο Άρειος Πάγος, το Εφετείο «εσφαλμένα» χαρακτήρισε τη συμμετοχή της κατηγορουμένης στην πράξη της ανθρωποκτονίας «ως συναυτουργία». Σύμφωνα με τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της συμμετοχή της 31χρονης γυναίκας στο έγκλημα θα έπρεπε να είναι «απλή συνέργεια στην πράξης της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συναυτουργία». Και αυτό διότι, η συνδρομή της στη δολοφονία του ενεχυροδανειστή ήταν «η διευκόλυνση της εισόδου των συγκατηγορουμένων της στο διαμέρισμα του θύματος (άφησε αρχικά ανοικτή την θύρα της κεντρικής εισόδου της οικοδομής, στην οποία διέμενε ο παθών και στη συνέχεια ειδοποίησε τηλεφωνικά τους συγκατηγορούμενούς της να ανέβουν στο διαμέρισμα) και η φυσική παρουσία της κατά τη διενέργεια των πράξεων των αυτουργών (οι οποίοι προέβησαν σε ακινητοποίηση με κτυπήματα, δέσιμο και φίμωση του θύματος, που είχαν ως αποτέλεσμα την επέλευση του θανάτου του)».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, το 30χρονο θύμα που δυσκολεύονταν στη δημιουργία κοινωνικών σχέσεων, είχε γνωρίσει έναν από τους θύτες του, παλαιοπώλη στο επάγγελμα, στο ενεχυροδανειστήριο του πατέρα του. Συζητούσε μαζί του και του είχε εκμυστηρευτεί ότι είχε «ιδιαίτερη προτίμηση στις εύσωμες γυναίκες». Μέσα από τις συζητήσεις αυτές με το θύμα ο παλαιοπώλης κατάλαβε ότι η οικογένεια του 30χρονου είχε οικονομική επιφάνεια. Έτσι, κατέστρωσε μαζί με τους συγκατηγορούμενούς του ένα αποτρόπαιο σχέδιο, το οποίο κατέληξε στη δολοφονία του άτυχου νέου.
Από κοινού και οι τέσσερις καταδικασθέντες «αποφάσισαν να αξιοποιήσουν τις ανωτέρω πληροφορίες, προκειμένου να εισέλθουν στην οικία της οικογένειας και να αφαιρέσουν χρήματα και τιμαλφή που φυλάσσονταν εντός αυτής», αναφέρει η αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου. Για να επιτύχουν τους σκοπούς τους επιστράτευσαν την 30χρονη, η οποία «ήταν εύσωμη και ο σωματότυπός της ανταποκρινόταν στις αισθητικές προτιμήσεις του θύματος». Η γυναίκα – αράχνη «θα προσέγγιζε μέσω διαδικτύου και τηλεφωνικά αυτόν (σ.σ. το θύμα) και θα επεδίωκε να συνάψει μαζί του ερωτικό δεσμό, ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στην οικία της οικογένειάς του και μέσω αυτής να εισέλθουν και οι λοιποί κατηγορούμενοι».
Πράγματι, η 31χρονη προσέγγισε το θύμα και από τις συζητήσεις που είχε μαζί του «επιβεβαίωσε την καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του και ότι εντός της οικίας φυλάσσονταν χρήματα και τιμαλφή». Πουλώντας έρωτα στον άτυχο άνδρα, η καταδικασθείσα κανόνισε να συναντηθούν οι δυο τους στο σπίτι του, «προκειμένου να συνευρεθούν». Όμως σε εκείνο το ραντεβού η καταδικασθείσα σε ισόβια δεν πήγε μόνη της. «Στις 13-4-2013 και ώρα 12.00 όλοι οι κατηγορούμενοι με το αυτοκίνητο του τρίτου εξ αυτών, μετέβησαν έξω από την οικία του θύματος, το οποίο περίμενε την 31χρονη και της άνοιξε την πόρτα. «Αυτή ανεβαίνοντας άφησε ανοικτή την θύρα της κεντρικής εισόδου της οικοδομής, προκειμένου να εισέλθουν οι συγκατηγορούμενοί της», αναφέρει η αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου.
Στην συνέχεια, ο άτυχος άνδρας «μετέβη στο δωμάτιό του, όπου έβγαλε τα ενδύματα του και έμεινε με το εσώρουχο, ώστε να συνευρεθεί με την κατηγορουμένη. Η τελευταία, βρίσκοντας κάποια πρόφαση, απομακρύνθηκε για λίγο από το δωμάτιο, τηλεφώνησε από το κινητό της τηλέφωνο στο κινητό τηλέφωνο του πρώτου κατηγορουμένου και του είπε να ανέβουν όλοι στο διαμέρισμα, το οποίο αυτοί έπραξαν, αφού προηγουμένως τους άνοιξε και την πόρτα του διαμερίσματος. Οι κατηγορούμενοι εισήλθαν στο διαμέρισμα φορώντας στα χέρια τους, ο μεν πρώτος γάντια, οι δε τρίτος και τέταρτος κάλτσες και έχοντας μαζί τους μονωτική ταινία, την οποία είχαν αγοράσει καθ’ οδόν».
Σύμφωνα με την απόφαση, το θύμα αντέδρασε μόλις τους είδε και έγινε συμπλοκή. Οι δράστες «τον κτύπησαν στο πρόσωπο και τελικά κατάφεραν να τον ακινητοποιήσουν στο πάτωμα, τον φίμωσαν και έδεσαν τα χέρια, τα πόδια και τον λαιμό του με την μονωτική ταινία που έφεραν μαζί τους». Ακολούθως «οι κατηγορούμενοι αφού έψαξαν όλο το διαμέρισμα, έσπασαν την πόρτα του υπνοδωματίου των γονέων του θύματος και αφαίρεσαν από το εκεί υπάρχον χρηματοκιβώτιο το ποσό των 139.000 ευρώ και δύο κιλά χρυσαφικά και τράπηκαν σε φυγή, χωρίς να βεβαιωθούν ότι το θύμα, που κατά τη γνώμη τους είχε λιποθυμήσει, είχε την δυνατότητα επιβιώσεως και χωρίς να ειδοποιήσουν το ασθενοφόρο για να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες».
Ο άτυχος νέος έχασε τη μάχη για τη ζωή μόνος και βαριά κακοποιημένος μέσα στο πατρικό του σπίτι. Εκεί τον βρήκε ο πατέρας του «με κολλητική ταινία κατά τις άκρες χείρες και άκρους πόδες, καθώς και με ισχυρή περίσφιξη πέριξ της τραχηλικής χώρας». Σύμφωνα τα ευρήματα της νεκροψίας – νεκροτομής «ο θάνατος επήλθε από ασφυκτικό μηχανισμό, συνεπεία περισφίξεως τραχηλικής χώρας».