Σελήνη: Τα γυάλινα σφαιρίδια στην επιφάνειά της πιθανές δεξαμενές νερού

Το νερό στην επιφάνεια της Σελήνης έχει προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον και πολλές αποστολές έχουν επιβεβαιώσει την παρουσία νερού στη Σελήνη

Τα γυάλινα σφαιρίδια που έχουν εντοπιστεί στην επιφάνεια της Σελήνης πιθανώς να λειτουργούν ως δεξαμενή νερού, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Nature Geoscience».

 

Η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον καθηγητή Χου Σεν από το Ινστιτούτο Γεωλογίας και Γεωφυσικής της Κινεζικής Ακαδημίας Επιστημών ανακάλυψε ότι τα γυάλινα σφαιρίδια που προέκυψαν από πρόσκρουση στα σεληνιακά εδάφη περιέχουν νερό.

Μάλιστα, οι μελέτες δείχνουν ότι αυτά τα γυάλινα σφαιρίδια είναι πιθανότατα μια νέα δεξαμενή νερού στη Σελήνη. Τα γυάλινα σφαιρίδια έχουν ομοιογενείς χημικές συνθέσεις και λείες εκτεθειμένες επιφάνειες. Χαρακτηρίζονται από αφθονία νερού με εξαιρετικά χαρακτηριστικά έλλειψης δευτερίου. Η αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στην αφθονία νερού και στη σύνθεσή του αντανακλά το γεγονός ότι το νερό στα σφαιρίδια προέρχεται από ηλιακούς ανέμους.

Το νερό στην επιφάνεια της Σελήνης έχει προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον και πολλές αποστολές στη Σελήνη έχουν επιβεβαιώσει την παρουσία νερού στη Σελήνη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας της Σελήνης φιλοξενεί νερό, αν και η ποσότητα είναι πολύ μικρότερη από ό,τι στη Γη.

Το νερό στην επιφάνεια της Σελήνης εμφανίζει ημερήσιους κύκλους και απώλεια στο διάστημα, υποδεικνύοντας ότι πρέπει να υπάρχει ένα στρώμα ύδατος ή δεξαμενή σε βάθος σε σεληνιακά εδάφη για τη συγκράτηση, απελευθέρωση και αναπλήρωση του νερού στην επιφάνεια της Σελήνης. Ωστόσο προηγούμενες μελέτες στα αποθέματα νερού σε λεπτούς ορυκτούς κόκκους σε σεληνιακά εδάφη, σε ηφαιστειακά πετρώματα και σε γυάλινα σφαιρίδια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσουν τη συγκράτηση, απελευθέρωση και αναπλήρωση νερού, δηλαδή τον κύκλο νερού, στην επιφάνεια της Σελήνης. Επομένως, πρέπει να υπάρχει μια άγνωστη ακόμη δεξαμενή νερού στα σεληνιακά εδάφη που να έχει την ικανότητα να ρυθμίζει αυτό τον κύκλο νερού.

Η έρευνα έγινε σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Ναντσίνγκ, το Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Βρετανίας, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και το Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας της Κίνας.

 

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ