O Johannes Vermeer γεννήθηκε στο Ντέλφτ της Ολλανδίας το 1632, στο απόγειο της ολλανδικής «Χρυσής Εποχής».
Ειδικεύτηκε στην απεικόνιση καθημερινών σκηνών από τη ζωή της μεσαίας τάξης. Έζησε και εργάστηκε στην περιοχή του Ντελφ κατά τον 17ο αιώνα. Μαζί με τον Ρέμπραντ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους της “Χρυσής εποχής” στην ολλανδική ζωγραφική (1584-1702).
Σύμφωνα με μία παράδοση, βαφτίστηκε στην πόλη Ντελφτ στις 31 Οκτωβρίου 1632, δεύτερο παιδί του Ρεϊνιέρ Γιανζ (Reynier Jaynz) και της Ντίχνα Μπάλτενς (Digna Baltens).
Η ζωή του
Ο πατέρας του εγκαταστάθηκε στο Ντελφτ περίπου το 1615 και εργάστηκε αρχικά ως έμπορος μεταξιού. Ο ίδιος ύφαινε ένα είδος σατέν υφάσματος που λεγόταν κάφφα (caffa). Από τα μητρώα της Νέας Εκκλησίας (Nieuwe kerk) είναι γνωστό ότι ήδη από το 1625 έφερε το όνομα Βερμέερ (Vermeer).
Το 1641 έγινε ιδιοκτήτης ενός πανδοχείου με το όνομα «Mechelen», στους πελάτες του οποίου συμπεριλαμβάνονταν μέλη της αστικής τάξης του Ντελφτ.
Ο Ρεϊνιέρ είχε κοινωνικές επαφές με καλλιτέχνες της εποχής και ενδεχομένως το γεγονός αυτό να υπήρξε καθοριστικό στην ενασχόληση του γιου του με τη ζωγραφική.
Τίποτα δεν είναι γνωστό σχετικά με την εκπαίδευση του Γιοχάνες Βερμέερ. Στις 29 Δεκεμβρίου του 1653 έγινε μέλος της συντεχνίας ζωγράφων του Αγίου Λουκά, στην οποία ανήκαν επίσης υαλοκατασκευαστές, έμποροι έργων τέχνης καθώς και κατασκευαστές ή πωλητές κεντημάτων και πορσελάνης.
Προϋπόθεση για να γίνει κάποιος δεκτός στη συντεχνία ήταν να έχει εκπαιδευτεί για τουλάχιστον έξι χρόνια κοντά σε έναν αναγνωρισμένο από την ίδια τη συντεχνία καλλιτέχνη.
Διάφορες υποθέσεις έχουν γίνει σχετικά με το ποιος ήταν ο δάσκαλος του και έχουν προταθεί οι ζωγράφοι Λέονερτ Μπράμερ (1594-1674) και Κάρελ Φαμπρίτιους (1622-1654). Ο τελευταίος υπήρξε επίσης μέλος της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά από το 1672 αλλά και μαθητής του Ρέμπραντ.
Στις 20 Απριλίου 1653, παντρεύτηκε την Catharina Bolnes, κόρη εύπορης οικογένειας. Απέκτησαν συνολικά 14 παιδιά, από τα οποία τα 4 πέθαναν σε πολύ νεαρή ηλικία.
Αν και λίγα είναι γνωστά για την πρώιμη καλλιτεχνική ζωή του καλλιτέχνη, οι ιστορικοί εκτιμούν από τους ότι αρχικά φιλοδοξούσε να γίνει ιστορικός ζωγράφος.
Το έργο του
Μέχρι τη δεκαετία του 1650, άρχισε να ζωγραφίζει διακριτικά φωτισμένους εσωτερικούς χώρους με περίπλοκo συμβολισμό ένα στιλ που διακρίνεται από τα παραδοσιακά ολλανδικά μοτίβα, τα οποία έγιναν το σήμα κατατεθέν του.
Εν συνεχεία, αιχμαλώτισε το κοινότοπο με λαμπερές και εξαίσιες λεπτομέρειες, δημιουργώντας αριστουργήματα όπως το «Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» (1665) που εκτίθεται στο Μουσείο Μαουριτσχάους, στη Χάγη.
Οι καλλιτεχνικές τεχνικές που χρησιμοποίησε είναι ακόμα προς συζήτηση. Ορισμένοι ιστορικοί τέχνης προτείνουν ότι εντοπίζονται εικόνες που προβάλλονται από μια κάμερα obscura (προκάτοχο της φωτογραφικής μηχανής), αλλά χωρίς στοιχεία, που να στηρίζουν τέτοιους ισχυρισμούς.
Ο ίδιος ζωγράφιζε κατά μέσο όρο δύο πίνακες το χρόνο, πιθανότατα όχι τόσο για λόγους εμπορικής εκμετάλλευσης αλλά κυρίως για ανθρώπους που εκτιμούσαν τους πίνακές του. Εκτιμάται ότι αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους ολοκλήρωσε συνολικά λίγα έργα.
Ο Johannes Vermeer έχαιρε εκτίμησης ως καλλιτέχνης αλλά και ως ειδήμων σε ζητήματα τέχνης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως το 1672 ταξίδεψε στη Χάγη, προκειμένου να πιστοποιήσει τη γνησιότητα μίας συλλογής έργων του Φρειδερίκου Γουλιέλμου, εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιήλθε σε δεινή οικονομική κατάσταση, εξαιτίας του πολέμου που ξέσπασε μεταξύ Ολλανδίας και Γαλλίας το 1672. Καθώς δεν μπορούσε να συντηρήσει την πολυμελή οικογένειά του έπεσε σε κατάθλιψη και η σωματική του υγεία επιδεινώθηκε.
Πέθανε το 1675 και ετάφη στις 15 Δεκεμβρίου, στον οικογενειακό τάφο της Παλαιάς Εκκλησίας του Ντελφτ.