Όπως επισήμανε ο Απόστολος Βεσυρόπουλος, υφυπουργός Οικονομικών, Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας, η κυβέρνηση επεξεργάζεται ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο ενεργειών και δράσεων για την καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου καπνικών.
Σε παρέμβαση του στο συνέδριο του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, με θέμα τις νέες τάσεις στο παράνομο εμπόριο και την παρουσίαση μελέτης για τα παράνομα εργοστάσια τσιγάρων στην ΕΕ, ο κ. Βεσυρόπουλος έδωσε έμφαση στην ανάγκη ενημέρωσης και κατανόησης από μέρους των πολιτών, του ζητήματος του λαθρεμπορίου καπνικών που είναι επικίνδυνο και για τους ίδιους. Αναφέρθηκε σε κάποιες πρώτες δράσεις, όπως τοποθέτηση σκάνερ ανίχνευσης σε βασικές εισόδους της χώρα κλπ.
Σύμφωνα με την μελέτη “Stella” της KPMG για την κατανάλωση παράνομων τσιγάρων στην ΕΕ, το 2018 καταναλώθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση 43,6 δισεκατομμύρια παράνομα τσιγάρα, ποσότητα ισοδύναμη σε μέγεθος με το σύνολο της νόμιμης αγοράς πωλήσεων τσιγάρων του Ηνωμένου Βασιλείου, της Αυστρίας και της Δανίας. Αυτή η πραγματικότητα κόστισε στις κυβερνήσεις 10 δισ. ευρώ χαμένα έσοδα. Σύμφωνα με τη μελέτη, η κατανάλωση παράνομων τσιγάρων το 2018 στην ΕΕ υπολογίζεται στο 8,6% της συνολικής κατανάλωσης και αντιστοιχεί σε 43,6 δισεκατομμύρια τσιγάρα.
Η μελέτη εντόπισε 33% αύξηση στα απομιμητικά τσιγάρα -το μεγαλύτερο ποσό που έχει καταγραφεί ιστορικά- με την κατανάλωση να φτάνει στα 5,5 δισεκατομμύρια απομιμητικά τσιγάρα το 2018.
Σε δεκαπέντε από τις χώρες οι οποίες περιλαμβάνονται στη μελέτη, παρατηρήθηκε αύξηση στην κατανάλωση απομιμητικών τσιγάρων, με τον μεγαλύτερο όγκο να καταγράφεται στην Ελλάδα (1,5 δισ. τσιγάρα) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (0,9 δισ. τσιγάρα).
Ειδικότερα, για την Ελλάδα η μελέτη αναφέρει ότι το 2018, 3,9 δισ. παράνομα τσιγάρα καταναλώθηκαν στην χώρα, εκ των οποίων το 1,5 δισεκατομμύριο ήταν απομιμητικά. Η αυξητική τάση που καταγράφεται οδηγεί σε σημαντικά χαμένα έσοδα για την κυβέρνηση, της τάξεως των 700 -κατά προσέγγιση- εκατομμυρίων το χρόνο.
Οι αυξημένες έφοδοι σε παράνομα εργοστάσια το 2018, δείχνουν την αλλαγή δράσης των εγκληματικών οργανώσεων, από την εισαγωγή παράνομων προϊόντων, σε εγχώρια, πλέον, παραγωγή, αναφέρεται στην μελέτη.