Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Τον Ιούλιο του 1991, εν μέσω της πλέον ταραχώδους περιόδου της Σοβιετικής Ένωσης, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κάνει ένα από τα πιο αποφασιστικά και ουσιαστικά βήματα της σύγχρονης ελληνικής διπλωματίας πραγματοποιώντας επίσκεψη στη Μόσχα όπου συναντάται με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Εκείνη την περίοδο ο Ρώσος ηγέτης αναζητούσε στηρίγματα διεθνώς για τη μετάβαση στην επόμενη μέρα, βλέποντας γύρω του να καταρρέουν οι χώρες -«δορυφόροι» της ΕΣΣΔ και να απειλείται άναρχη διαίρεση στα Βαλκάνια και δη στη Γιουγκοσλαβία.
Παράλληλα με την προώθηση των ελληνικών θέσεων και των χρηματοπιστωτικών και επιχειρηματικών σχέσεων, ο Μητσοτάκης πάλεψε και πέτυχε να ισορροπήσει τις καταστάσεις στα Βαλκάνια, με την τεράστια εμπειρία που είχε ως πολιτικός και τη βαθιά αμερόληπτη ιστορική γνώση για τον Σλαβισμό.
Κατάφερε επίσης να συσφίξει τους δεσμούς της Ορθοδοξίας, οι οποίοι φυσικά τις προηγούμενες δεκαετίες, είχαν απολύτως ατονήσει. Λίγους μήνες μετά, παραμονές των Χριστουγέννων, το καθεστώς κατέρρευσε και τυπικά και ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε.
Ωστόσο η σχεδιασμένη με Μητσοτάκη ατζέντα, «μεταφέρθηκε» στον επόμενο, τον Γέλτσιν ο οποίος, σε θρησκευτικό και οικονομικό επίπεδο, διατήρησε εν πολλοίς τα συμφωνηθέντα ενώ αποφεύχθηκαν οι διώξεις εκατοντάδων χιλιάδων Ποντίων από τη Ρωσική επικράτεια.
Στο υψηλότερο επίπεδο οι μεταξύ τους σχέσεις
Οι σχέσεις των δύο ανδρών κρατήθηκαν στο υψηλότερο επίπεδο, ενώ συχνά ο νομπελίστας Γκορμπατσόφ (Νόμπελ Ειρήνης 1990), παρενέβαινε υπέρ της Ελλάδας στο Κρεμλίνο.
Τούτων δοθέντων, στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 ο Ρώσος πολιτικός επισκέπτεται την Ελλάδα, όπου του απονέμεται ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Παντείου.
Σε εκείνη την περίλαμπρη τελετή είχαν μεταβεί μαζί με τον Μητσοτάκη ο οποίος παρά το κοπιώδες προεκλογικό πρόγραμμα (σς είχαν ήδη προκηρυχθεί αιφνιδίως εκλογές) , αφιέρωσε όλο τον χρόνο στον Γκορμπατσόφ.