Κατατέθηκε το κείμενο του απολογισμού που ετοίμασαν οι Γιάννης Δραγασάκης, Θοδωρής Δρίτσας και Αριστείδης Μπαλτάς στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε ένα κείμενο 32.129 λέξεων γίνεται η αποτίμηση της πορείας του κόμματος από το 2015, το δημοψήφισμα, τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, το κυβερνητικό έργο, τη συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ και την εκλογική τακτική.
Η εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2019, από την Νέα Δημοκρατία, εξηγείται με την υπογραφή του 3ου μνημονίου, καθώς αναφέρεται ότι «το πλαίσιο όπου μπορούσε να ξεδιπλωθεί η κυβερνητική στρατηγική προσδιορίστηκε κατά βάσιν από το ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε υπογράψει μνημόνιο».
Προσθέτοντας ότι: «Μπορεί να ήταν εμφανές σε όλους ότι αυτή είχε εξαναγκαστεί να το υπογράψει, χωρίς να συμφωνεί και χωρίς να το «υιοθετεί», μπορεί αυτό να είχε όντως ηπιότερες κοινωνικές επιπτώσεις από τα προηγούμενα, μπορεί η νέα κυβέρνηση όντως να προσπάθησε με νύχια και με δόντια να απαλύνει παλιά και νέα βάρη, μπορεί να σεβάστηκε απόλυτα τους δημοκρατικούς κανόνες και να προστάτευσε τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, μπορεί να καλλιέργησε άλλες συμπεριφορές και άλλο δημόσιο ήθος ή να προσέδωσε άλλο ύφος στους τρόπους διακυβέρνησης, αλλά μολαταύτα υπέγραψε μνημόνιο. Ακυρώνοντας έτσι εν τοις πράγμασι την κύρια διάσταση της μέχρι τότε πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, ακριβώς, είχε αναδείξει ως κύριο αιτούμενο το να απαλλαγεί η χώρα από μνημόνια. Παραμένοντας βέβαια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη.»
Στη συνέχεια υπογραμμίζεται ότι «Η υπογραφή αυτή σφράγισε τη γενική εικόνα: η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια ακόμα «μνημονιακή κυβέρνηση». Και ως προς αυτόν τον βασικό πολιτικό χαρακτηρισμό, «όμοια με τις άλλες».»
Το κείμενο αναφέρει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να αντικρούσει με πειστικότητα την επιχειρηματολογία της Νέας Δημοκρατίας σχετικά με τις επενδύσεις και τις φορολογικές ελαφρύνσεις «Το κεντρικό «αφήγημα» της ΝΔ περί ανάπτυξης, περί επενδύσεων, περί φορολογικής ελάφρυνσης και τα συναφή δεν αντιμετωπίστηκε με την καταλυτική κριτική που απαιτούσε, ώστε να οικοδομηθεί πειστικά και κατ’ αντιδιαστολήν η δική μας στρατηγική στόχευση και προοπτική.»
Στο κείμενο σχολιάζεται η Συμφωνία των Πρεσπών και η διαχείριση εθνικών κρίσεων κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αναφέροντας: «Υποτιμήσαμε τα επικοινωνιακά μπαράζ που εξαπολύθηκαν με αφορμή την τραγωδία στο Μάτι και στη Μάνδρα ή ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών. Γενικότερα ως προς τα τελευταία, η επικοινωνιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του δεν στάθηκε άξια των περιστάσεων.»
Σε ό, τι αφορά τη μεσαία τάξη, αναφέρεται ότι: «Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η σχετική ολιγωρία που επιδείξαμε ως προς το τι σημαίνει ειδικά για την Ελλάδα «μεσαία τάξη», ποια υπήρξε διαχρονικά και ποια είναι σήμερα η θέση της στον κοινωνικό σχηματισμό, σε τι κατηγορίες διαιρείται αυτή, ποιές είναι οι ιδεολογικές ορίζουσες και ποιες οι προσδοκίες κάθε κατηγορίας και πώς μπορεί να συμπτυχθεί συγκεκριμένα το κοινωνικό μέτωπο που επιδιώκει να εκπροσωπεί πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ.»
Τα λάθη στην εκλογική τακτική του κόμματος εντοπίζονται στο κείμενο
«Οφείλουμε κατ’ αρχάς να αναγνωρίσουμε ως πολιτικά άστοχη την επιλογή να ταυτιστεί η ημερομηνία διεξαγωγής των τριών εκλογικών αναμετρήσεων.»
«Είχαμε συλλογικά υποτιμήσει τη συγκρότηση από «τα κάτω», εν πολλοίς σιωπηλά, του πλατιού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Υποτιμήσαμε αυτή τη συγκρότηση γιατί πραγματικό κίνημα ενάντια στη κυβέρνηση δεν είχε αναπτυχθεί ενώ οι δημοσκοπήσεις που φαίνονταν να υποδεικνύουν την ύπαρξή του είχαν απαξιωθεί στη συνείδησή μας λόγω της μεγάλης αστοχίας τους κατά τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Μορφή αυτάρκειας που αγγίζει την αλαζονεία. »
Για τις δημοτικές εκλογές γίνεται λόγος για «υποτίμησης της σημασίας τους», καθώς και για «μορφές προχειρότητας ως προς τους τρόπους επιλογής –και την καθαυτό επιλογή– των υποψηφίων». Ωστόσο, στην Αυτοδιοίκηση βασική αιτία της ήττας θεωρείται μικρή διείσδυση του ΣΥΡΙΖΑ στις τοπικές κοινωνίες.
Στις ευρωεκλογές το κείμενο θεωρεί λάθος ότι «σηκώσαμε το γάντι στην πρόκληση Μητσοτάκη να αντιμετωπίσουμε τις εκλογές ως οιονεί δημοψήφισμα».
Αίσθηση προκαλεί η αναφορά του κειμένου στις προεκλογικές παροχές που έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: «Οι προεκλογικές παροχές, όσο δίκαιες, μετρημένες και δικαιολογημένες κι αν ήταν, δεν προφυλάχθηκαν από το να εκληφθούν από αρκετούς ως οιονεί εξαγορά ψήφων. Θεσμική, βέβαια, και κοινωνικά επιβεβλημένη, αλλά εξαγορά μολαταύτα. Δηλαδή κάτι σαν προσβολή της αξιοπρέπειας ακόμη και πολλών από εκείνους που θα ωφελούνταν. Και όπως έχουμε μάθει από πολύ παλιά, αλλά και όπως διαπιστώσαμε από τις εμπειρίες της διακυβέρνησης, τούτη είναι προσβολή που ο ελληνικός λαός τιμωρεί.»
Επιπλέον για τις εκλογές εκτιμάται ότι: «Έλειπε η εικόνα της προοπτικής και του μέλλοντος. Δηλαδή ό,τι μπορούσε να περιλαμβάνει τόσο η αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση, ώστε η χώρα να θωρακιστεί απέναντι σε ενδεχόμενες νέες κρίσεις, όσο και ο εξίσου αναγκαίος μετασχηματισμός του κράτους που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εν πολλοίς δεν είχε ακόμη θίξει. Μαζί με την ανάγκη να αναπτυχθούν ολόπλευρα τα δημόσια συστήματα υγείας και παιδείας.»
Τέλος ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκαθαρίζει ότι η ήττα του κόμματος δεν ήταν στρατιγική αναφέροντας: «[…]μεγάλο μέρος της κοινωνίας φαίνεται να αναγνωρίζει, να εκτιμά και να στηρίζει τη συνολική θετική προσφορά μας. Μια τέτοια στάση καθιστά πασιφανές ότι το ποσοστό που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές δεν υπήρξε καθόλου ευκαταφρόνητο: η ήττα του δεν είναι κατά κανένα τρόπο ήττα στρατηγικού χαρακτήρα. Αν μάθουμε από τα σφάλματα, καλύψουμε τις ολιγωρίες και διορθωθούμε, οι επόμενες εκλογές μπορούν να αποβούν νικηφόρες και εμείς σοφότεροι και περισσότερο αποτελεσματικοί.»