Το Politico σχολιάζει την απόφαση της κυβέρνησης να αποσταλεί στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, σημειώνοντας πως πρόκειται για μια ριζικά διαφορετική στάση από αυτή που κρατούσε διαχρονικά η Ελλάδα σε συγκρούσεις τρίτων χωρών. Μια απόφαση που σύμφωνα με το δημοσίευμα έχει προκαλέσει αναστάτωση στους Έλληνες που θεωρούν ότι αυτή η απόφαση μπορεί να αποδειχτεί ακόμα και επικίνδυνη για τη χώρα.
Μετά την εισβολή ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία στα τέλη Φεβρουαρίου, η Ελλάδα ήταν μία από τις πρώτες χώρες της ΕΕ που ανακοίνωσε ότι θα έστελνε στο όπλα στο Κίεβο για να το βοηθήσει να αποκρούσει τους εισβολείς. Αυτό ήρθε μια ημέρα μετά τις ρωσικές αεροπορικές επιδρομές που σκότωσαν τουλάχιστον 10 Έλληνες στην Ουκρανία, μέλη μιας ιστορικής κοινότητας 150.000 ατόμων που χρονολογείται από τον 18ο αιώνα.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης του κοινοβουλίου δήλωσε ότι η κυβέρνησή του είναι πλήρως δεσμευμένη. «Δεν μπορούν να υπάρξουν ίσες αποστάσεις», είπε. «Είτε είσαι με την ειρήνη και το διεθνές δίκαιο είτε είσαι εναντίον τους».
Κίνηση υψηλού συμβολισμού
Ενώ οι αποστολές – κυρίως τουφέκια και αντιαρματικοί πύραυλοι – θα συνεισέφεραν στο ελάχιστο για να αλλάξουν τις ισορροπίες του πολέμου, είχαν αρκετό συμβολισμό στην Ελλάδα. Μέσα σε λίγες ημέρες, ο Μητσοτάκης είχε ανατρέψει δραματικά τη μακροχρόνια αποστροφή της Ελλάδας να εμπλακεί σε ξένες συγκρούσεις. Και η κίνησή του ξεχώρισε σε μια περιοχή όπου άλλες χώρες έχουν ακολουθήσει τον αντίθετο δρόμο, προσπαθώντας να λειτουργήσουν ως διαμεσολαβητές αντί για προμηθευτές όπλων.
Ενώ η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει κινηθεί στρατιωτικά προς τις ΗΠΑ και τους δυτικούς συμμάχους τα τελευταία χρόνια, η ταχύτητα της αποστολής όπλων εξακολουθεί να προκαλεί εντύπωση σε αρκετούς ως ένα παρατραβηγμένο βήμα.
Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αντέδρασαν με έκπληξη – τα ρωσόφιλα αισθήματα παραμένουν σε τμήματα της Ελλάδας, δεδομένων των αιώνων θρησκευτικών, στρατιωτικών, οικονομικών και πολιτιστικών δεσμών μεταξύ των δύο χωρών, υποστηρίζει το Politico. Και h αντιπολίτευση καταδίκασε επίσης αυτήν την προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρεί σταθερούς δεσμούς με τις χώρες γύρω της.
Σε δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα, περίπου το 70% των Ελλήνων χαρακτήρισε την απόφαση ως λάθος. Σε άλλη έρευνα, το 63% δήλωσε ότι η απόφαση μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη για την Ελλάδα.
Οι αντιδράσεις μπορεί να έχουν αποτέλεσμα. Την περασμένη εβδομάδα, η Ελλάδα απέρριψε ένα άτυπο αίτημα της Ουκρανίας για πυραυλικά συστήματα TOR-Μ1 και Osa-AK της σοβιετικής εποχής, σύμφωνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους. Ένας αξιωματούχος δήλωσε ότι δεν θα πρέπει να αναμένονται άλλες αποστολές όπλων από την Ελλάδα
Νέο δόγμα
Η ελληνική κοινωνία δεν είναι συνηθισμένη σε τέτοιες άμεσες στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό.
Ακόμη και κατά τη διάρκεια των πολέμων στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1990, που οι συγκρούσεις ήταν στη γειτονιά της Ελλάδας, η Αθήνα επέτρεψε μόνο τη μεταφορά συστημάτων του ΝΑΤΟ μέσω της χώρας της, τηρώντας μια προσεκτική στάση στην παροχή άμεσης στρατιωτικής βοήθειας.
Ομοίως, κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Αφγανιστάν, οι ελληνικές δυνάμεις βοήθησαν μόνο στην κατασκευή υποδομών και στη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας. Δεν συμμετείχαν ποτέ σε επιχειρήσεις πρώτης γραμμής κατά των Ταλιμπάν.
Η ελληνική κοινωνία έχει επίσης ιστορικούς δεσμούς με τη Ρωσία, ένα άλλο χριστιανικό ορθόδοξο έθνος που βοήθησε τους Έλληνες να καταπολεμήσουν την οθωμανική κυριαρχία το 1821. Πιο πρόσφατα, η Μόσχα έχει θεωρηθεί προστάτης στη μακροχρόνια αντιπαλότητα της Ελλάδας με τη γειτονική Τουρκία.
Ο Μητσοτάκης συναντήθηκε με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν τον Δεκέμβριο και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας ήταν από τους τελευταίους που συναντήθηκαν με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ λίγες ημέρες πριν από την εισβολή. Ωστόσο, φαίνεται πως τότε άλλαζε η στάση της Ελλάδας.
«Η Ελλάδα», δήλωσε ο Μητσοτάκης στο κοινοβούλιο, «είναι το τελευταίο προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης».
Οι «δύο επιλογές»
Ο Κωνσταντίνος Φίλης, διευθυντής του Ινστιτούτου Παγκόσμιων Υποθέσεων και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος, περιέγραψε την αλλαγή ως «δύο επιλογές».
Πρώτον, είπε, η Ελλάδα αποφάσισε ότι «δεν μπορεί να εξαρτάται από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ για να διασφαλιστεί από την Τουρκία» – χρειάζεται επίσης διμερείς στρατιωτικές συμφωνίες για να ενισχύσει τη δική της ικανότητα. Δεύτερον, πρόσθεσε, «η Ελλάδα υπό τη σημερινή κυβέρνηση αποφάσισε να εμπλακεί βαθύτερα και να βάλει το χέρι της στη φωτιά, ακόμη και με μπότες στο έδαφος».
Όσον αφορά το πρώτο σημείο, η Ελλάδα υπέγραψε τον περασμένο Σεπτέμβριο μια σημαντική αμυντική συμφωνία, η οποία περιελάμβανε δεσμεύσεις της Αθήνας για την αγορά γαλλικών πολεμικών πλοίων αξίας τουλάχιστον 3 δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς και ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής βοήθειας. Η συντηρητική κυβέρνηση της Ελλάδας ανανέωσε επίσης μια αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ, η οποία παρέχει στις αμερικανικές δυνάμεις απεριόριστη πρόσβαση σε τέσσερις κομβικές στρατιωτικές βάσεις, απογοητεύοντας τη Ρωσία.
Σε άλλο σημείο, βοήθησε την επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης, στέλνοντας πέρυσι Έλληνες στρατιώτες και πυραύλους Patriot.
Στο εσωτερικό της, η Ελλάδα έχει υποστηρίξει ότι πρέπει να ενισχύσει τον στρατό της εν μέσω αυξανόμενων εντάσεων με την Τουρκία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Αναλυτές σημείωσαν ότι η αυξημένη προθυμία της Ελλάδας να βοηθήσει στο εξωτερικό μπορεί να τη βοηθήσει στο εσωτερικό. Όχι μόνο αφήνει τα στρατεύματα να αποκτήσουν εμπειρία σε συγκρούσεις, αλλά δίνει επίσης στην Αθήνα μεγαλύτερο κύρος για να ζητήσει από άλλους στρατιωτική βοήθεια.
Ο Μητσοτάκης προέβαλε το ίδιο επιχείρημα μετά την αποστολή όπλων στην Ουκρανία. Εκτός του ότι είναι «ηθικά δίκαιη», είπε, η απόφαση ωφελεί και τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας.
«Με ποιο ηθικό κύρος θα ζητούσαμε παρόμοια βοήθεια αν βρισκόμασταν στην ίδια θέση;», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του. «Έχουμε έναν επιπλέον λόγο, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να είμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας», πρόσθεσε, κάνοντας σαφή αναφορά στην τεταμένη σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία.
Δεν το βλέπουν όλοι έτσι
Οι πολιτικοί αντίπαλοι αντιτείνουν ότι η αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού στο Κίεβο αυτομάτως τοποθετεί την Ελλάδα απευθείας απέναντι στη Ρωσία, χωρίς ταυτόχρονα να εξασφαλίζει δυτικές εγγυήσεις έναντι της Τουρκίας. Η Ελλάδα, λένε, δεν μπορεί να βασίζεται στις ΗΠΑ ή το ΝΑΤΟ για να αντιταχθεί στην τουρκική επιθετικότητα, παρά την απόφαση της κυβέρνησης. Επισημαίνουν την πολιτική ισότιμης στάσης που έχει υιοθετήσει το ΝΑΤΟ σε αρκετές κρίσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης της πιο πρόσφατης το 2020.
Το συναίσθημα είναι κοινό. Σε δημοσκόπηση που διεξήχθη μετά την εισβολή της Ρωσίας, το 71% καταδίκασε την εισβολή, αλλά το 65% δήλωσε ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει εντελώς ουδέτερη. Και σε δημοσκόπηση του POLITICO, το 60% των Ελλήνων συμφώνησε ότι η ρωσική εισβολή ήταν απαράδεκτη, το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των έξι χωρών που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση.
Δεδομένης αυτής της δυναμικής, η απόφαση της κυβέρνησης «δεν ελήφθη ελαφρά τη καρδία», δήλωσε ο Εμμανουήλ Καραγιάννης, ειδικός σε θέματα διεθνούς ασφάλειας στο King’s College του Λονδίνου.
Αρκετοί παράγοντες τροφοδότησαν την ελληνική στροφή εναντίον της Ρωσίας, σημείωσε: Η ταχεία αντίδραση της ΕΕ στη ρωσική εισβολή, οι ρωσικοί βομβαρδισμοί που σκότωσαν τους Έλληνες, και μια ευρύτερη επιθυμία να σηματοδοτηθεί στην Τουρκία ότι οι εδαφικές διεκδικήσεις της δεν θα γίνουν ανεκτές.
Αλλά, πρόσθεσε, «ως αποτέλεσμα, οι ρωσοελληνικές σχέσεις έχουν φτάσει σε νέο χαμηλό επίπεδο με άγνωστες συνέπειες για την περιφερειακή ασφάλεια».
Άλλες χώρες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έχουν προσπαθήσει να διατηρήσουν τη δέσμευσή τους στη Δύση, διατηρώντας παράλληλα μια πόρτα ανοιχτή προς τη Ρωσία. Ο Πούτιν το εκμεταλλεύτηκε αυτό κατά τη διάρκεια της θητείας του στην εξουσία, καθιερώνοντας μεγαλύτερη ρωσική παρουσία στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
«Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική»
Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Τουρκία και το Ισραήλ παίζουν το ρόλο του μεσολαβητή. Η Τουρκία είναι το μόνο μέλος του ΝΑΤΟ που δεν έχει προσχωρήσει στη Δύση στις κυρώσεις. Το Ισραήλ έχει επίσης αρνηθεί. Και οι δύο έχουν προσπαθήσει να μεσολαβήσουν για συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών.
Στο εσωτερικό της Ελλάδας, ο Αλέξης Τσίπρας, καταδίκασε τη ρωσική εισβολή, υποστηρίζοντας σκληρές κυρώσεις κατά της Μόσχας και ανθρωπιστική βοήθεια για την Ουκρανία. Είπε όμως ότι με την παροχή όπλων, η Ελλάδα εγκατέλειψε ουσιαστικά την ικανότητά της να συμμετάσχει στην προσπάθεια για ειρήνευση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας.
«Η ανατροπή του παλιού δόγματος … ότι η Ελλάδα έχει μια πολιτική στέγη στην Ευρώπη, αλλά θέλει επίσης να έχει ένα ρόλο γέφυρας με τις άλλες δυνάμεις, και η αντικατάστασή του με το ψυχροπολεμικό δόγμα ότι «η Ελλάδα είναι ένα δυτικό φυλάκιο», δεν ωφελεί τη χώρα μας», δήλωσε ο Γιώργος Κατρούγκαλος, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός Εξωτερικών.
Ο κ. Κατρούγκαλος υποστήριξε ότι ο «μαξιμαλισμός» της Ελλάδας με τους δυτικούς συμμάχους δεν έχει δημιουργήσει κανένα όφελος. Επεσήμανε την πρόσφατη απόφαση των ΗΠΑ να αποσύρουν τη στήριξη για τον αγωγό φυσικού αερίου East Med, ένα έργο ύψους 6 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα στην Ελλάδα, μετά από διαφωνία για το αν ο αγωγός θα περνούσε από την Τουρκία.
«Η χώρα μας επωφελείται όταν ασκεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και όχι όταν εμφανίζεται δεδομένη στο πλαίσιο σχέσεων που δεν χαρακτηρίζονται από αμοιβαιότητα», δήλωσε ο Κατρούγκαλος.
Αρκετοί απόστρατοι ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού βγήκαν επίσης στην τηλεόραση στην Ελλάδα για να αντιταχθούν σθεναρά στις ελληνικές αποστολές όπλων στην Ουκρανία. «Επιβλαβείς, περιττές και ανόητες», δήλωσε ένας από αυτούς.
Ανώτερος αξιωματικός του υπουργείου Άμυνας έστειλε μάλιστα το μήνυμα ότι η αποστολή στην Ουκρανία των ελληνικών αντιαεροπορικών πυραυλικών συστημάτων S-300 μπορεί να «αποδυναμώσει την άμυνα της χώρας».
«Η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ πολιτικών και κρατών», δήλωσε ο Φίλης, καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. «Δεν μπορεί να κλείσει την πόρτα της στην Κίνα, τη Ρωσία και άλλες αναδυόμενες δυνάμεις». Δεδομένης, ωστόσο, της αυξανόμενης διπολικότητας της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, η εξισορρόπηση αυτή θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη.