«Ραντεβού τον επόμενο Οκτώβριο», απαντούν μεταξύ σοβαρού και αστείου κυβερνητικές πηγές στο ερώτημα πότε θα αποφασιστούν οι αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας, που κατά γενική ομολογία έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις και μοιάζει ατελές στο να μπορέσει να καλύψει τις νέες προκλήσεις για τα κράτη-μέλη. Ακόμα κι αν δεν φτάσουμε έως το φθινόπωρο του 2022 -πράγμα καθόλου απίθανο, αν κρίνει κανείς από τις μακροχρόνιες συζητήσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης και τον κοινοτικό προϋπολογισμό για την επόμενη επταετία- το μόνο σίγουρο είναι πως οι διαβουλεύσεις θα περάσουν από σαράντα κύματα, αν και τα «στρατόπεδα» ήδη άρχισαν να ξεχωρίζουν. Αυτό που επισημαίνουν, δε, ελληνικές αλλά και ευρωπαϊκές πηγές είναι ότι, αν δεν τελειώσουν και οι εκλογές στη Γαλλία τον Απρίλιο, οι συζητήσεις δεν μπορούν να μπουν στον πυρήνα του προβλήματος.
Η παρέμβαση του πρωθυπουργού και οι αναφορές του στους «απαρχαιωμένους» στόχους του Συμφώνου Σταθερότητας αναμφίβολα επανέφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση για τα πλεονάσματα που πρέπει να πετυχαίνει η Ελλάδα από το 2023 και μετά. Όσοι έχουν επιπόλαιη επαφή με τα ευρωπαϊκά δρώμενα θεωρούν ότι η συζήτηση για το αν η Ελλάδα πρέπει να πιάνει 2% ή 2,5% ή 3% πλεόνασμα παραμένει στο επίκεντρο. Μια προσεκτική ματιά, όμως, στις εκθέσεις της Κομισιόν και του ESM των τελευταίων ετών δείχνει ότι η συζήτηση έχει μετατοπιστεί αλλού: στους ρυθμούς ανάπτυξης. Δεν είναι μυστικό ότι η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρώπη, όπως επίσης ότι έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον Ευρωμηχανισμό για τα επόμενα 40 χρόνια.
Το αρχικό σχέδιο για τη βιωσιμότητα αυτού του χρέους, δηλαδή για τη δυνατότητα της αποπληρωμής του, βασίστηκε σε τρεις παραδοχές: 1) το ΑΕΠ έως το 2060, 2) τα επιτόκια αναχρηματοδότησής του, δηλαδή το κόστος δανεισμού, 3) τα πρωτογενή πλεονάσματα που πρέπει να πετυχαίνει η χώρα, ώστε να πορεύεται αυτάρκης και βέβαια να εξοφλεί αυτό το δυσθεώρητο χρέος. Ενώ το βάρος μέχρι τώρα έπεφτε στα πλεονάσματα, πλέον έχει μετατοπιστεί στο ΑΕΠ και αυτό δεν είναι εκτίμηση, αλλά πραγματικότητα αποτυπωμένη στις εκθέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών.
Όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, η συζήτηση περί πλεονασμάτων είναι μάλλον αποπροσανατολιστική, καθώς η βουτιά στο κόστος δανεισμού και, πολύ περισσότερο, η δυναμική που προσδίδει στο ΑΕΠ το «πακέτο» του Ταμείου Ανάκαμψης διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Υπ’ αυτήν την έννοια, το ζητούμενο για την Αθήνα -και όχι μόνο- είναι το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας να προβλέπει εξαίρεση συγκεκριμένων δαπανών, ώστε να ενισχύεται το αναπτυξιακό πρόσημο.
Οι «πράσινες» δαπάνες θεωρούνται τέτοιες, ενώ, αν συνυπολογίσει κανείς το υψηλό κόστος μετάβασης για τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το ζητούμενο είναι να τεθούν υπό την ίδια «ομπρέλα» και οι κρατικές δαπάνες για τη στήριξή τους στη διάρκεια αυτής της δεκαετούς περιόδου.
Σύνθετη διαδικασία η εξαίρεση από τα πλεονάσματα και τις δαπάνες για το Μεταναστευτικό
Πέρα από τις δαπάνες για την απεξάρτηση από τον άνθρακα, η Αθήνα θα επιδιώξει να εξαιρούνται από τα πλεονάσματα και οι δαπάνες για την αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού. Επί του παρόντος η σχετική διαδικασία είναι σύνθετη και μάλλον ad hoc, αλλά είναι προφανές ότι απαιτείται μόνιμο πλαίσιο, ενταγμένο στο Αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Με αυτά τα δεδομένα, η συζήτηση για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες και το «κατώφλι» χρέους μπορεί να εξελιχθεί σε μια τυπική διαδικασία, καθώς με την εξαίρεση μεγάλων ομάδων κρατικών δαπανών η επιδιωκόμενη από τους Βόρειους δημοσιονομική πειθαρχία θα διασφαλίζεται.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, η οποία εντός του έτους βγαίνει από την ενισχυμένη εποπτεία, αλλά θα παραμείνει υπό την επιτήρηση του ESM, η εκτίμηση είναι ότι πλεονάσματα 1,5%-2% είναι απολύτως εφικτά και βιώσιμα υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, αλλά και την αίρεση των σταθερά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Σύμφωνα με μελέτη της Τραπέζης της Ελλάδος, οι δαπάνες και οι μεταρρυθμίσεις του Σχεδίου Ανάκαμψης αυξάνουν το ΑΕΠ κατά 6,9% το 2026 στο βασικό σενάριο, ενώ στο διευρυμένο, που λαμβάνει υπόψη και τα οφέλη από τον ψηφιακό μετασχηματισμό της Δημόσιας Διοίκησης και τη συνακόλουθη βελτίωση της κατανομής των παραγωγικών πόρων, το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 8,5% το 2026 και κατά 10,5% μακροχρόνια.