«Η Ελλάδα γύρισε σελίδα για τα καλά και πιστεύω ότι τώρα είμαστε μια πιο ανθεκτική δημοκρατία, ακριβώς επειδή περάσαμε αυτή την πολύ ταραχώδη, την πολύ δύσκολη, την πολύ επίπονη περίοδο. Δεν καταφέραμε απλώς να επιβιώσουμε, αλλά πιστεύω ότι είμαστε πιο δυνατοί πλέον. Είμαστε πιο ισχυροί οικονομικά, αλλά είμαστε επίσης πιο ισχυροί από πλευράς θεσμών και δημοκρατίας».
Αυτά τόνισε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στη συζήτηση με θέμα «Stemming the Illiberal Tide: The Global Challenge of Eroding Democracy», στο πλαίσιο της 58ης Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου.
Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών, Νάνσι Πελόζι και η υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, Κριστίνε Λάμπρεχτ, ενώ παρέμβαση έκανε από το κοινό ο πρόεδρος της Microsoft, Μπραντ Σμιθ.
Ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι το 2015 εξελέγη στην Ελλάδα «η πρώτη λαϊκιστική κυβέρνηση στην Ευρώπη» και προσέθεσε ότι «ήταν μία σκληροπυρηνικά αριστερή κυβέρνηση, η οποία συγκροτήθηκε σε συνεργασία με ένα κόμμα που βρισκόταν στα δεξιά της παράταξης που εκπροσωπώ».
«Έχει ενδιαφέρον πως, όταν μιλάμε για τον λαϊκισμό, η ιδεολογία δεν αποτελεί και τόσο σημαντικό παράγοντα. Εκλέχτηκαν τότε, επειδή υποσχέθηκαν ξεκάθαρα ένα σύνολο λύσεων που όλοι γνώριζαν ότι ήταν αδύνατον να εφαρμοστούν. Αλλά οι πολίτες ήταν διατεθειμένοι να τους δώσουν μία ευκαιρία, διότι επικρατούσε μεγάλη δυσπιστία απέναντι στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα», σημείωσε ο πρωθυπουργός, ο οποίος χαρακτήρισε ως «μετριότατη διακυβέρνηση» την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ.
«Η άποψή μου είναι ότι αυτές οι κυβερνήσεις γίνονται πολύ επικίνδυνες και μπορούν να γίνουν επικίνδυνες και για τη δημοκρατία, αν επικρατήσουν για δεύτερη φορά σε εκλογές. Καταφέραμε να το αποτρέψουμε αυτό», τόνισε χαρακτηριστικά.
Σημείωσε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ διατηρεί υψηλή δημοφιλία, γιατί «ουσιαστικά κάναμε αυτό που υποσχεθήκαμε» όπως είπε, προσθέτοντας: «το οποίο μπορεί να φαίνεται περίεργο, γιατί η εμπειρία που υπήρχε στην Ελλάδα ήταν ότι κάποιος εκλέγεται και στη συνέχεια κάνει ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που είχε υποσχεθεί. Συνεπώς, όταν κάνεις αυτό που υποσχέθηκες ότι θα κάνεις, οι πολίτες – πιστεύω – εκπλήσσονται ευχάριστα».
Ακολουθούν οι τοποθετήσεις του πρωθυπουργού:
Συντονιστής: Αυτό που παρουσιάζει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να κατανοήσει κανείς τη δύναμη της δημοκρατίας, είναι να δει την πορεία των κυβερνήσεων μετά το κύμα λαϊκισμού. Υπό αυτό το πρίσμα, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η περίπτωση της Ελλάδας. Όπως θυμάστε, πριν από δέκα χρόνια ο κόσμος μιλούσε για την Ελλάδα ως μια χώρα στην οποία δεν μπορούσε να ανακάμψει η δημοκρατία της μετά την οικονομική κρίση, μια χώρα στην οποία οι πολίτες είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στη δημοκρατία. Μιλώντας, λοιπόν, για την ανθεκτικότητα της δημοκρατίας, πιστεύω ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας είναι το κατάλληλο πρόσωπο να μας μιλήσει για μια ιστορία που προφανώς όλοι θέλουν να ακούσουν.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Σας ευχαριστώ για αυτή την εισαγωγή. Πράγματι, εάν πάμε 11 χρόνια πίσω στο χρόνο, στο 2010, η Ελλάδα βρισκόταν αντιμέτωπη με μία τεράστια οικονομική κρίση η οποία οδήγησε σε πολλά προγράμματα διάσωσης, στη μείωση του επιπέδου ζωής σημαντικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας, στην επιβολή λιτότητας από το εξωτερικό και σε σημαντική δυσαρέσκεια των πολιτών προς τις εγχώριες ελίτ, την εγχώρια πολιτική τάξη, αλλά και προς αυτούς που -δικαίως ή αδίκως- θεωρούνταν υπεύθυνοι για τα μέτρα λιτότητας που υπέστησαν.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι το 2015 εξελέγη η πρώτη λαϊκιστική κυβέρνηση στην Ευρώπη. Βρισκόμασταν πιο μπροστά από την τάση που εκδηλωνόταν τότε. Ήταν μία σκληροπυρηνικά αριστερή κυβέρνηση η οποία συγκροτήθηκε σε συνεργασία με ένα κόμμα που βρισκόταν στα δεξιά της παράταξης που εκπροσωπώ. Έχει ενδιαφέρον πως, όταν μιλάμε για τον λαϊκισμό, η ιδεολογία δεν αποτελεί και τόσο σημαντικό παράγοντα. Εκλέχτηκαν τότε επειδή υποσχέθηκαν ξεκάθαρα ένα σύνολο λύσεων που όλοι γνώριζαν ότι ήταν αδύνατον να εφαρμοστούν. Αλλά οι πολίτες ήταν διατεθειμένοι να τους δώσουν μία ευκαιρία διότι επικρατούσε μεγάλη δυσπιστία απέναντι στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα. Αυτό που ακολούθησε ήταν τέσσερα χρόνια -και πιστεύω ότι είμαι πολύ επιεικής σε αυτό που λέω- μετριότατης διακυβέρνησης
Και μετά, το 2019, οι Έλληνες αποφάσισαν να εκλέξουν, με απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στην κυβέρνηση το κόμμα του οποίου έχω την τιμή να ηγούμαι. Πιστεύω ότι ο λόγος που φτάσαμε σε αυτό το σημείο ήταν ακριβώς επειδή, τελικά, η δημοκρατία μας και τα θεσμικά μας όργανα ήταν ανθεκτικά. Είμαστε μια δημοκρατία που λειτουργεί καλά.
Πιστεύω ότι υπήρξαν τότε προσπάθειες της προηγούμενης κυβέρνησης να ελέγξει ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, να επηρεάσει τη Δικαιοσύνη, αλλά οι θεσμοί μας άντεξαν. Το συνταγματικό μας δικαστήριο άντεξε. Όταν η προηγούμενη κυβέρνηση επιχείρησε να περάσει αντισυνταγματική νομοθεσία όσον αφορά τον έλεγχο των ΜΜΕ, την απέρριψαν. Είχαμε λοιπόν μία θεσμική λειτουργία που ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να εμποδίσει μια λαϊκιστική κυβέρνηση από το να αλώσει τους θεσμούς και να κερδίσει ξανά.
Η άποψή μου είναι ότι αυτές οι κυβερνήσεις γίνονται πολύ επικίνδυνες και μπορούν να γίνουν επικίνδυνες και για τη δημοκρατία αν επικρατήσουν για δεύτερη φορά σε εκλογές. Καταφέραμε να το αποτρέψουμε αυτό.
Εν τέλει όμως, αυτό που προέχει είναι να μπορούμε να φέρουμε αποτελέσματα. Πιστεύω ότι από την μέρα της εκλογής μας, ακούμε συνεχώς τις ανησυχίες των πολιτών. Το χειρότερο που μπορεί να κάνει ένας πολιτικός που πολεμά τους λαϊκιστές, είναι να πιστεύει ότι οι λόγοι για τους οποίους εκλέγονται οι λαϊκιστές είναι όλοι λάθος.
Δεν ισχύει αυτό. Υπήρχε αδικία, υπήρχε ανισότητα, υπήρχε διαφθορά στην Ελλάδα. Και πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτά τα παράπονα είναι εύλογα και πρέπει επίσης να κάνουμε την αυτοκριτική μας, ότι ο πολιτικός κόσμος δεν κατανοεί πάντα σωστά αυτά τα προβλήματα και υπάρχει ανάγκη να αλλάζουμε πορεία.
Και εν τέλει, το θέμα είναι να μπορούμε να παράγουμε αποτελέσματα. Η κυβέρνηση διατηρεί υψηλή δημοφιλία, γιατί ουσιαστικά κάναμε αυτό που υποσχεθήκαμε. Το οποίο μπορεί να φαίνεται περίεργο, γιατί η εμπειρία που υπήρχε στην Ελλάδα ήταν ότι κάποιος εκλέγεται και στη συνέχεια κάνει ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που είχε υποσχεθεί. Συνεπώς, όταν κάνεις αυτό που υποσχέθηκες ότι θα κάνεις, οι πολίτες -πιστεύω- εκπλήσσονται ευχάριστα.
Άρα, το ζήτημα τελικά είναι η ανθεκτικότητα των θεσμών, είναι η ωριμότητα της δημοκρατίας. Λίγοι όμως θα στοιχημάτιζαν, ακόμα και πριν από πέντε χρόνια, ότι η Ελλάδα θα είχε γυρίσει σελίδα. Έχει γυρίσει σελίδα πλέον. Γύρισε σελίδα για τα καλά.
Και πιστεύω ότι τώρα είμαστε μια πιο ανθεκτική δημοκρατία, ακριβώς επειδή περάσαμε αυτή την πολύ ταραχώδη, την πολύ δύσκολη, την πολύ επίπονη περίοδο. Δεν καταφέραμε απλώς να επιβιώσουμε, αλλά πιστεύω ότι είμαστε πιο δυνατοί πλέον. Είμαστε πιο ισχυροί οικονομικά, αλλά είμαστε επίσης πιο ισχυροί από πλευράς θεσμών και δημοκρατίας.
Μετά από ερώτημα προς τον πρόεδρο της Microsoft Μπραντ Σμιθ, από τον οποίο ζητήθηκε να σχολιάσει τις σχέσεις ανάμεσα στην δημοκρατία, την τεχνολογία και την ανθεκτικότητα της δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός ανέφερε:
Νομίζω ότι ο Μπραντ έκανε εξαιρετικά χρήσιμες παρατηρήσεις σχετικά με την πολύ γρήγορη διάδοση της παραπληροφόρησης και πόσο δύσκολο είναι να εντοπιστούν οι πηγές της. Θέλω απλώς να προσθέσω μια άλλη διάσταση στη σύνδεση τεχνολογίας και δημοκρατίας. Γιατί φοβάμαι πως όταν μιλάμε για αυτό το θέμα, σχεδόν αυτόματα, ο νους μας πηγαίνει στην παραπληροφόρηση στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διάσταση, μια πιο θετική ιστορία. Και με αφορμή τα όσα είπε η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς και την ενίσχυση της διαφάνειας, η τεχνολογία μπορεί να είναι ανεκτίμητη όσον αφορά την απλοποίηση στις συναλλαγές μεταξύ κράτους, πολιτών και επιχειρήσεων.
Στην Ελλάδα, η πιο επιτυχημένη μεταρρύθμιση -η οποία έχει την θετική αποδοχή του 80% των πολιτών, ανεξαρτήτως κομματικής προτίμησης- είναι η ψηφιοποίηση του κράτους και η ικανότητα απρόσκοπτης συναλλαγής, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, η οποία συχνά μπορεί να αποτελέσει πηγή διαφθοράς. Και αυτό έχει τονώσει την εμπιστοσύνη στο κράτος, γιατί σεβόμαστε τον χρόνο των πολιτών, δεν τους υποχρεώνουμε να ταλαιπωρούνται με περιττές γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Πρόκειται για έναν τελείως διαφορετικό τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Ας μην ξεχνάμε λοιπόν ότι, σε αυτή τη συζήτηση για την τεχνολογία και τη δημοκρατία, υπάρχει και μια άλλη πλευρά, μια πολύ θετική ιστορία. Μπορώ να σας πω ότι αυτές οι λύσεις μπορούν να εφαρμοστούν πολύ γρήγορα, σχετικά φθηνά, και τα οφέλη όσον αφορά τον χρόνο που εξοικονομούν οι πολίτες, αλλά και σε ό,τι αφορά τη διαφάνεια, είναι τεράστια.