Την ώρα που ο πρωθυπουργός επεξεργάζεται τα δεδοµένα προκειµένου να καταλήξει στο ακριβές χρονοδιάγραµµα για τη διπλή εκλογική αναµέτρηση που έρχεται µέσα στους επόµενους µήνες, το Μέγαρο Μαξίµου και το υπουργείο Εσωτερικών επικεντρώνονται στην ανάλυση δύο σηµαντικών παραµέτρων, οι οποίες θα παίξουν κεντρικό ρόλο στη διαµόρφωση του προεκλογικού περιβάλλοντος.
Πρόκειται αφενός για τον παράγοντα της νέας απογραφής, που θα κρίνει εν πολλοίς τις ισορροπίες του (εσωκοµµατικού και γενικότερου) ανταγωνισµού στις εκλογικές περιφέρειες, οι οποίες θα επηρεαστούν από διαφοροποίηση των πληθυσµιακών δεδοµένων, και αφετέρου για τους κυβερνητικούς προβληµατισµούς σχετικά µε την εκπροσώπηση του απόδηµου Ελληνισµού στο Κοινοβούλιο.
Στα αποτελέσματα της απογραφής του 2021, θα ακολουθήσει περαιτέρω επεξεργασία των στοιχείων, προκειµένου να διαχωριστούν οι µόνιµοι κάτοικοι µιας εκλογικής περιφέρειας από τους έχοντες δικαίωµα ψήφου σε αυτή (µόνιµος και νόµιµος πληθυσµός, όπως είναι οι θεσµικοί όροι). Αυτή θα είναι και η καθοριστική διεργασία για τον προσδιορισµό του αριθµού των εδρών µε τον οποίο θα εκπροσωπηθεί η κάθε περιφέρεια στο Κοινοβούλιο.
Εξάλλου, όπως είναι ήδη γνωστό, από 1ης Μαρτίου και µετά τίθενται υποχρεωτικά σε ισχύ οι εκλογικοί κατάλογοι, που θα προκύψουν µε βάση τα δεδοµένα του 2021, οπότε και οι δύο κάλπες των εθνικών εκλογών θα διεξαχθούν σύµφωνα µε την τελευταία απογραφή. Οπως εκτιµούν κυβερνητικά στελέχη που έχουν αναλάβει «εργολαβικά» τη χαρτογράφηση της νέας πραγµατικότητας που εισέρχεται στην προεκλογική εξίσωση, τελικώς η επιρροή της απογραφής στην κατανοµή των εδρών δεν θα είναι πιθανότατα αυτή που αναµενόταν στο πρόσφατο παρελθόν, σύµφωνα µε τα στοιχεία των πληθυσµιακών ανακατατάξεων που συντελέστηκαν ανά νοµό τη δεκαετία που πέρασε.