Σε μια Ευρώπη που προσπαθεί να βρει τα πατήματά της από την πανδημία, το Μεταναστευτικό και τις συνέπειες του Brexit, oι πολίτες έχουν χάσει προ πολλού την εμπιστοσύνη τους στους πολιτικούς και στα μεγάλα κόμματα.
Η δυσπιστία και η κόπωση των ψηφοφόρων έχουν ως αποτέλεσμα τον κατακερματισμό του εκλογικού σώματος, κάνουν τα μεγάλα, παραδοσιακά κόμματα να καταρρέουν στις κάλπες και οδηγούν σε κυβερνήσεις συνεργασίας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Μία από τις λίγες εξαιρέσεις στον κανόνα που φαίνεται να επαναλαμβάνεται στη «γηραιά ήπειρο» αποτελεί η ελληνική κυβέρνηση, παράδειγμα σταθερότητας σε μια Ε.Ε. με δεκάδες -ασταθείς και λιγότερο ασταθείς- κυβερνήσεις συνεργασίας.
Ο ελληνικός λαός με την ψήφο του στις εκλογές του 2019 έδωσε αυτοδυναμία στην κεντροδεξιά κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ δυόμισι και πλέον χρόνια μετά οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών δεν έχει κλονιστεί σημαντικά και η διαφορά μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων παραμένει μεγάλη.
Την ίδια στιγμή, η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια εισέρχεται σε μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο, απρόβλεπτη και γεμάτη αβεβαιότητα. Οι διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας μπορεί να διαρκέσουν μήνες ολόκληρους, όπως είχε συμβεί άλλωστε το 2013, αλλά και το 2017, όταν χρειάστηκε να περάσουν έξι μήνες μέχρι τον σχηματισμό της κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» της Μέρκελ, γεγονός που καθυστέρησε την πρόοδο των μεγάλων διεθνών θεμάτων, κυρίως των μεταρρυθμίσεων στην Ε.Ε. Στη Νορβηγία, στα μέσα της εβδομάδας που πέρασε, 10 ημέρες μετά τις κάλπες, οι κεντροαριστεροί Εργατικοί που κέρδισαν τις εκλογές εγκατέλειψαν την προσπάθεια για σχηματισμό κυβέρνησης πλειοψηφίας, καθώς το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα αποχώρησε από τις συνομιλίες, μια κίνηση που πιθανότατα θα οδηγήσει στον σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας. Τα νικηφόρα κόμματα της αντιπολίτευσης βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία διαπραγμάτευσης, επιχειρώντας να συμφιλιώσουν τις διαφορές τους σε βασικά ζητήματα πολιτικής, όπως η φορολογία, το πετρέλαιο, το περιβάλλον και η μετανάστευση.
Κυβερνήσεις συνεργασίας υπό την Κεντροαριστερά έχουν και η Ισπανία (Σοσιαλιστές, «Μαζί Μπορούμε») και η Ιταλία υπό τον πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, που ηγείται κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Το κυβερνητικό σχήμα στη Ρώμη απαρτίζεται από πολιτικούς και ανεξάρτητους τεχνοκράτες και υποστηρίζεται από το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, τη Λέγκα του Βορρά, την κεντροδεξιά Forza Italia, το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα και το κεντρώο κόμμα Italia Viva (IV), μαζί με το αριστερό κόμμα «Ελεύθεροι και Ίσοι». Τ
ο σκηνικό επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια από τον ευρωπαϊκό νότο έως τον βορρά.
Εν μέσω του συνεχούς κατακερματισμού της ευρωπαϊκής πολιτικής, τα μικρά κόμματα μεγαλώνουν και τα μεγάλα, παραδοσιακά, κυρίαρχα κόμματα -τα οποία κάποτε κέρδιζαν εύκολα το 40% των ψήφων- πλέον αγωνίζονται να ξεπεράσουν το 20%, ενώ διαρκώς συρρικνώνονται. Με πολύ περισσότερα κόμματα στα Κοινοβούλια, τα σχετικά χαμηλά ποσοστά μπορούν να εξασφαλίσουν τη νίκη – αλλά παράλληλα δυσκολεύουν τη διακυβέρνηση.
O σχηματισμός κυβέρνησης στη Γερμανία μπορεί να πάρει μήνες
Στη Νορβηγία, οι Εργατικοί μπορεί να τερμάτισαν πρώτοι, όπως σε όλες τις εκλογές εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, αλλά το έκαναν με το δεύτερο χειρότερο ποσοστό από το 1924. Στη Γερμανία, το ποσοστό του SPD ήταν το μισό από ό,τι κέρδιζε τακτικά τις δεκαετίες του 1970, του ‘80 και του ‘90.
Οι Σοσιαλδημοκράτες της Σουηδίας ανέλαβαν την εξουσία το 2018 με το χαμηλότερο εκλογικό αποτέλεσμα από το 1908.
Κυβερνήσεις συνεργασίας έχουν οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης: το Βέλγιο, η Τσεχία, η Εσθονία, η Λετονία, η Φινλανδία, η Ολλανδία, η Γαλλία, η Ουγγαρία, το Λουξεμβούργο, η Ελβετία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Πολωνία, η Ιρλανδία και η Ρουμανία.
Η συνολική εικόνα στην Ευρώπη δείχνει μια συνεχώς μεγαλύτερη κατάτμηση και μια αυξανόμενη αστάθεια: συνασπισμοί που σχηματίζονται γρήγορα και ψηφοφόροι ευμετάβλητοι στην εκλογική συμπεριφορά τους.
O σχηματισμός κυβέρνησης στη Γερμανία, εν κατακλείδι, μπορεί να πάρει μήνες. Όλοι βέβαια εύχονται να έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις μέχρι τα Χριστούγεννα και, φυσικά, μέχρι τον Ιανουάριο του 2022, όταν η Γερμανία θα αναλάβει την προεδρία του G7. Η Γερμανία είναι σταθερή πολιτικά, παρά την αβεβαιότητα που προκαλούν οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης συνασπισμού, που προαναγγέλλονται δύσκολες, δήλωσε ο νικητής των εκλογών και υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Ολαφ Σολτς. Μέχρι τότε, ωστόσο, η Ευρώπη θα ασχολείται με μια ιδιαιτέρως κρίσιμη αναμέτρηση: τις προεδρικές εκλογές της ερχόμενης άνοιξης στη Γαλλία.
Πηγή: parapolitika.gr