Για την πορεία της πανδημίας στη χώρα και ιδίως για την εκτόξευση κρουσμάτων στη Βόρεια Ελλάδα αλλά και για τα προγράμματα των κ. Μητσοτάκη και Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη, μίλησε ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης.
Ο υπουργός Επικρατείας, ξεκινώντας από τη σύγκριση της παρουσία του πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με εκείνη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία μία εβδομάδα μετά, ο υπουργός Επικρατείας επεσήμανε ότι ακόμη και στους κύκλους της αξιωματικής αντιπολίτευσης λένε πως το κυβερνητικό στρατόπεδο «κέρδισε στην παράταση, στο μέτρο που έχει δημιουργηθεί εσωστρέφεια για το ζήτημα αυτό στον ΣΥΡΙΖΑ».
Η δική του άποψη ωστόσο, είναι ότι «είχαμε δύο διαφορετικά πολιτικά υποδείγματα στην Θεσσαλονίκη: το πολιτικό υπόδειγμα του πρωθυπουργού, το οποίο ήταν ενός ηγέτη που έχει ένα μετρημένο λόγο και εντελώς ποσοτικοποιημένες πολιτικές, δίνει όραμα για την Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης χρησιμοποίησε ένα λόγο προσωπικό κατά του πρωθυπουργού – αρκεί να δείτε πόσες φορές αναφέρθηκε προσωπικά σε αυτόν – δεν απευθύνθηκε στο λαό. Στην πραγματικότητα ήταν μια ομιλία στην οποία αναμετρήθηκε με το παρελθόν του ο κ. Τσίπρας. Είχαμε ένα πρόγραμμα που δεν είχε καμία ποσοτικοποίηση, ακούσαμε για πολλοστή φορά τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη διαγραφή χρεών και άλλα που βρίσκονται στη σφαίρα της φαντασίας του ΣΥΡΙΖΑ. Είχαμε τον ορθό λόγο του πρωθυπουργού απέναντι σε ένα λαϊκιστικό λόγο», δήλωσε εν κατακλείδι, προσθέτοντας ότι «δεν υπάρχει το κοινό που υπήρχε το 2014 και το 2015, πλέον ο λόγος που απλά χαϊδεύει τα αυτιά και δεν έχει καμία ρεαλιστική πολιτική ανταπόκριση,δεν έχει καμία απήχηση -και δεν έχει γιατί δοκιμάσθηκε στην εφαρμογή του».
Και, συμπλήρωσε, «κάθε φορά που ο κ. Τσίπρας θα αναφέρεται στη μεσαία τάξη, θα έρχεται στο μυαλό των πολιτών η υπερφορολόγηση. Κάθε φορά που θα αναφέρεται σε ακροδεξιές πολιτικές, θα έρχεται στο μυαλό ο κ. Καμμένος. Κάθε φορά που θα αναφέρεται στα ελληνοτουρκικά, θα έρχεται στο μυαλό ο τρόπος με τον οποίο έγινε η διαχείριση (…) το πόσο υποφέραμε στο μεταναστευτικό».
Όμως, ο υπουργός Επικρατείας δεν άφησε ασχολίαστο και το επιχείρημα του πολιτικού τους αντιπάλου, «το είχα στο μυαλό μου αλλά δεν πρόλαβα»: είναι στην πραγματικότητα, τόνισε, «η ομολογία αποτυχίας διακυβέρνησης. Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του μιλούσε για αυταπάτες».
Και, κλείνοντας τη σχετική αποστροφή, «σήμερα με τις εξαγγελίες του, τον πολιτικό του λόγο, (ακούμε) μια μισαλλόδοξη ρητορική ακόμη και προσωπικά κατά του πρωθυπουργού ή της οικογένειάς του, προσπαθώντας να αγγίξει ακόμη και ακραία ακροατήρια, όπως είναι οι αντιεμβολιαστές». Κατά τον Γ. Γεραπετρίτη, ο Α. Τσίπρας αναζητά ένα εύκολο αφήγημα στην εξουσία, αλλά «αυτό όμως ο ελληνικός λαός, καλώς νομίζω, δεν μπορεί να το ανεχθεί, είναι πολύ κοντινή η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ».
«Φθάσαμε σε πτυχία χωρίς κανένα αντίκρυσμα»
Ερωτηθείς για τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά και πώς αυτή ξεκινά με τα νέα δεδομένα, μιλώντας εν πρώτοις με την ιδιότητα του πανεπιστημιακού είπε ότι «είχαμε πανεπιστήμια που είχαν απαξιωθεί απολύτως σε ό,τι αφορά τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα» και ο λόγος ήταν ότι «υπήρξαν άκριτες αναβαθμίσεις και άκριτες εγκαταστάσεις πανεπιστημίων. Ακόμη και την παραμονή των εκλογών του 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντιζε να ιδρύει πανεπιστήμια χωρίς καμία αξιολογική μελέτη, χωρίς ανταπόκριση στην αγορά, απλά και μόνο για να κάνει πελατειακή πολιτική (…) φθάσαμε σε πτυχία χωρίς κανένα απολύτως αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας και στο παθολογικό φαινόμενο να είναι η Ελλάδα η πρώτη χώρα στον ελάχιστο ρυθμό αποφοιτήσεων από τα πανεπιστήμια: ένας στους τρεις φοιτητές μπαίνει σε μια σχολή και δεν αποφοιτά ποτέ. Έχουμε ρυθμό αποφοίτησης κάτω από 10%, το χειρότερο σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ.
Το πτυχίο πρέπει να έχει ένα γνήσιο αντίκρυσμα, αυτό θα γίνει μέσω της αναβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών», επέμεινε ο υπουργός Επικρατείας που πρόσθεσε:
«Η αγορά στην Ελλάδα δεν μπορεί να υποδεχθεί τόσο μεγάλα μεγέθη αποφοίτων από τα πανεπιστήμια, αντιθέτως πρέπει να δίνουμε στα παιδιά ρεαλιστικές επαγγελματικές διεξόδους. Τα δημόσια ΙΕΚ έχει τα επαγγέλματα του μέλλοντος (…) ό,τι ζητεί σήμερα η αγορά, 22.000 δήλωσαν δημόσια ΙΕΚ και εμείς έχουμε στόχο να τα αναβαθμίσουμε», υποστήριξε ακόμη εξηγώντας παράλληλα το «πώς»:
«Το project με τα δημόσια ΙΕΚ το έχουμε εντάξει στο Ταμείο Ανάκαμψης έτσι ώστε να χρηματοδοτηθούν για το προσωπικό και τις υποδομές τους, για να είναι μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση», ανέφερε και αποκάλυψε πως «στα δημόσια ΙΕΚ, ένας στους τέσσερις σπουδαστές είναι απόφοιτος πανεπιστημίου, παίρνουν δηλαδή το πτυχίο τους και μόλις αντιλαμβάνονται ότι ήταν απατηλή η υπόσχεση της Πολιτείας για επαγγελματικό αντίκρυσμα, τότε καταφεύγουν στα δημόσια ΙΕΚ».
Χαρακτηρίζοντας εξάλλου «αστείο» το επιχείρημα της αντιπολίτευσης ότι η κυβέρνηση στέλνει τους νέους στα ιδιωτικά κολέγια, ξεκαθάρισε κλείνοντας: «καμία μετακύλιση του φοιτητικού αυτού πληθυσμού σε ιδιωτικές δομές αλλά ενίσχυση των δημόσιων δομών»
Μήνυμα εγρήγορσης από το Υπ. Υγείας από την Θεσσαλονίκη
Στο ζήτημα της πανδημίας, χαρακτήρισε αλληλένδετες τις πολιτικές που αφορούν την ενίσχυση του συστήματος υγείας, την πρόληψη της πανδημίας και την ενίσχυση του εμβολιαστικού ρεύματος. Αναγνωρίζοντας δε, την αύξηση νοσηλείας σε ΜΕΘ στη Θεσσαλονίκη και εν γένει στη βόρεια Ελλάδα, επίσης την αύξηση διασωληνωμένων και εισαγωγών, διαβεβαίωσε πως «θέλουμε να λειτουργήσουμε προληπτικά έχοντας και την εικόνα του τι συνέβη πέρυσι. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας θα είναι σήμερα στην Θεσσαλονίκη και για να δώσει μήνυμα εγρήγορσης και προστασίας και να δει πώς θα μπορέσουν να ενισχυθούν οι υγειονομικές δομές της βόρειας Ελλάδας για κάθε ενδεχόμενο».
Ενώ δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι «σε ορισμένες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας ιδίως, είναι πολύ χαμηλά τα ποσοστά εμβολιασμού (…) η πολιτική ηγεσία θα διαχειριστεί το ζήτημα, πρέπει όμως και οι κάτοικοι της βόρειας Ελλάδας να είναι πολύ προσεκτικοί». Κατηγορώντας εξάλλου την αξιωματική αντιπολίτευση για «επαμφοτερίζοντα λόγο», δήλωσε: «Δεν υπάρχει ξεκάθαρος λόγος από πολιτικά κόμματα, που διεκδικούν μάλιστα την εξουσία (…) από τη μια να έχουμε τυπικό λόγο ότι αγκαλιάζουμε τον εμβολιασμό και από την άλλη να έχουμε στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να συζητούν με τους αντιεμβολιαστές, να εμβολιάζονται τελευταία στιγμή όταν αυτό καθίσταται υποχρεωτικό».
Για το εμβολιαστικό πρόγραμμα αφού αναγνώρισε πως «βρίσκεται σε μια σχετική ύφεση», ο Γ. Γεραπετρίτης περιέγραψε τις δύο, δυνητικά, δεξαμενές προς εμβολιασμό: «όσοι έχουν συνειδησιακό θέμα και δεν εμβολιάζονται, και οι πολίτες που φοβούνται το εμβόλιο, ανησυχούν για τις παρενέργειες. Για την πρώτη κατηγορία δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να κάνεις (…) είδαμε ορισμένα παθολογικά φαινόμενα απέναντι σε εκπαιδευτικούς και γιατρούς, τα οποία θα τύχουν άμεσης διαχείρισης, υπάρχει εισαγγελική παρέμβαση», είπε και διαβεβαίωσε ότι «η ελληνική Πολιτεία θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της προκειμένου να εξαλειφθούν τα φαινόμενα αυτά». Σε ό,τι αφορά όμως τη δεύτερη δεξαμενή, «ίσως η γενική επικοινωνία να έχει εξαντλήσει τη δυναμική της, θα προσπαθήσουμε να πάμε σε όσο το δυνατόν πιο εξατομικευμένη προσέγγιση».
Για την υποχρεωτικότητα επεσήμανε πως «έχει μια σχετικώς πεπερασμένη δυνατότητα, είναι πάντοτε στο μενού των επιλογών να υπάρξει επαύξηση της υποχρεωτικότητας, δεν είναι του παρόντος αλλά πάντα υπάρχει η δυνατότητα αυτή». Ζήτησε δε, να αξιολογείται κατά περίπτωση και έφερε το παράδειγμα των καθηγητών, εκεί όπου εμβολιασμένοι και νοσήσαντες είναι περίπου στο 90%». Μετέφερε όμως και την αίσθησή του ότι «θα αυξηθεί ο εμβολιασμός όταν μπούμε περισσότερο στο χειμώνα και αρχίσουν να λειτουργούν τα μέτρα». ‘Αλλωστε, διευκρίνισε, «υπάρχουν και όρια που ένα κράτος μπορεί να γίνει πατερναλιστικό. Πρωταρχικός μας στόχος είναι η προστασία της δημόσιας υγείας, εν τούτοις δεν μπορούμε να επιβάλουμε στον καθένα ότι θα πρέπει να προστατεύει τον εαυτό του».
Για το θέμα που ανέκυψε με τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής κ. Ελπιδοφόρο είπε πως κατ’ αρχήν το πρόγραμμα του πρωθυπουργού, για τις συναντήσεις που θα έχει, είναι υπό διαμόρφωση, σε κάθε περίπτωση «υπήρξε μία κίνηση, η οποία δεν έγινε ευμενώς αποδεκτή από την κυπριακή πλευρά και είχε μια αρνητική σημειολογία», εν κατακλείδι «ο καθένας κρίνεται από τις πράξεις του».
Σε ό,τι αφορά, τέλος, τη διεκδίκηση αποζημιώσεων από τη Novartis, σημείωσε με έμφαση ότι «η παρούσα κυβέρνηση ήταν εκείνη που εκκίνησε το ζήτημα της αποζημίωσης από τη Novartis». Αφού ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία, «πλέον είμαστε στη φάση που θα εγερθούν οι αξιώσεις. Δεν είχε τεθεί μέχρι τις εκλογές του 2019, προχώρησε (σσαπό τότε) με σχετικώς γοργούς ρυθμούς, να είσθε βέβαιοι ότι θα εξαντληθεί κάθε νομική δυνατότητα ώστε να αποκατασταθεί η ζημία». Ενώ έθεσε κλείνοντας και το εύλογο, όπως το χαρακτήρισε, ερώτημα προς τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, «εσείς τι κάνατε 4,5 χρόνια;».