Υποκλοπές, οι κυβερνητικές ανακοινώσεις από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και η συζήτηση για αλλαγή του εκλογικού νόμου, είναι τα θέματα στα οποία κλήθηκε να απαντήσει ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στον ΑNT1.
Για τα σενάρια αλλαγής του εκλογικού νόμου, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε: «αυτή τη στιγμή πορευόμαστε με όσα έχει πει ο πρωθυπουργός: πρώτον, εκλογές στο τέλος της θητείας, η χώρα δεν αντέχει πρόωρες εκλογές, δεν αντέχει κυβερνητική αστάθεια. Και δεύτερον, πορευόμαστε με τον παρόντα εκλογικό νόμο». Όπως επεσήμανε ακόμη, «δεν σκέπτομαι την αλλαγή του εκλογικού νόμου, εκείνο το οποίο όμως σκέπτομαι είναι αυτό το κύμα σε σχέση με την κυβερνητική σταθερότητα. Δεν προβληματίζομαι για τον εκλογικό νόμο, έχω τη βαθύτατη πεποίθηση ότι όταν έλθει η ώρα, ο ελληνικός λαός θα αξιολογήσει ποιος είναι εκείνος που πραγματικά εισφέρει στη χώρα και ποιος όχι. Η χώρα δεν αντέχει κυβερνητική αστάθεια».
Έφερε δε, στο σημείο αυτό, το παράδειγμα της Ιταλίας, η οποία «ταλανίζεται από κυβερνητική αστάθεια, που έχει οδηγήσει σε πολύ μεγάλη διολίσθηση της οικονομίας. Τα spreads έχουν εκτοξευθεί, οικονομική αστάθεια, ο δύσκολος χειμώνας που έρχεται, θα προκαλέσει μεγάλα προβλήματα», είναι τα στοιχεία που παρέθεσε.
Υπό την γενική, εξ άλλου, παρατήρηση, «εξ αιτίας της τοξικότητας στο πολιτικό κλίμα, καθίστανται δύσκολες οι συνεργασίες», διερωτήθηκε: «όταν ένα κόμμα, πολύ σημαντικό στη διαμόρφωση των πλειοψηφιών, όπως είναι το ΚΙΝΑΛ, έχει τη σαφή τοποθέτηση ότι δεν συνεργάζεται με το πρώτο κόμμα, τότε ποια είναι η εναλλακτική;». Και συμπλήρωσε: «Θέλω να παραμείνω θεσμικός, αυτός είναι ο εκλογικός νόμος, όμως δεν μπορεί να ξεφεύγει της προσοχής μας ότι αυτήν τη στιγμή διαμορφώνεται ένα κλίμα, το οποίο υποβαθμίζει την πιθανότητα των συνεργασιών. Όχι με ευθύνη της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός σε όλους τους τόνους δήλωσε πως είναι ανοιχτός στις συνεργασίες, αναλαμβάνοντας, ενδεχομένως, και ένα εσωτερικό πολιτικό κόστος».
Αλλά, συνέχισε, «όταν κόμματα αποκλείουν ενδεχόμενο συνεργασίας, η χώρα δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητη». Ειδικότερα, «εκείνο που είναι κρίσιμο για τη χώρα, είναι να υπάρχει κυβερνητική σταθερότητα. Ο ελληνικός λαός θα τάξει όλους μας σε μία θέση. Θα είναι θέση ευθύνης, να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μία σταθερή πολιτική κυβέρνηση, η οποία θα βγάλει τη χώρα από τη μέγγενη των προβλημάτων», κατέληξε ο υπουργός Επικρατείας.
Για το θέμα των υποκλοπών εν πρώτοις, «έχουν δρομολογηθεί όλες οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, και μάλιστα σε χρόνο express. Με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και συντασσόμενη με τα αιτήματα που διατυπώθηκαν, ενεργοποιήθηκαν τρεις κοινοβουλευτικές διαδικασίες αμέσως, και συγκλήθηκε η Βουλή μία εβδομάδα νωρίτερα του αναμενομένου», ήταν η εισαγωγική του παρατήρηση του υπουργού Επικρατείας, που συνέχισε:
«Τα θέματα θα εξεταστούν εκεί και ό,τι είναι να ανακοινωθεί στο πλαίσιο του νόμου, θα γίνει. Το να συζητούμε δημόσια για θέματα εθνικής ασφάλειας, δεν είναι πάντοτε το πιο ωφέλιμο. Η κυβέρνηση κάλεσε τον κ. Ανδρουλάκη προς ενημέρωση, όχι δημόσια, η ιδιωτική ενημέρωση θα γινόταν από το Διοικητή (σσ. της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών). Στο πλαίσιο του νόμου προβλέπεται μία σαφής διαδικασία, η κυβέρνηση θα παρείχε απόλυτη κάλυψη και στο Διοικητή της ΕΥΠ να ενημερώσει τον κ. Ανδρουλάκη για ό,τι μπορεί να υπάρξει ενημέρωση. Είναι προφανές ότι, αυτήν τη στιγμή, αν ο κ. Ανδρουλάκης το επιθυμεί, μπορεί να λάβει τη νόμιμη ενημέρωση», επεσήμανε.
Σε κάθε περίπτωση, «βεβαίως και δεν γνωρίζω γιατί παρακολουθήθηκε (ο κ. Ανδρουλάκης)», ανέφερε επίσης και επικαλέστηκε στο σημείο αυτό το πλαίσιο εντός του οποίου γίνονται οι νόμιμες παρακολουθήσεις σε όλες τις υπηρεσίες ασφαλείας παγκοσμίως και στην Ευρώπη. «Κάθε έννομη τάξη εμπιστεύεται πολύ λίγους ανθρώπους, οι οποίοι γνωρίζουν τα θέματα για τα οποία γίνεται η παρακολούθηση. Στην ελληνική έννομη τάξη είναι ο Διοικητής της ΕΥΠ, ο εισαγγελέας ο οποίος δίνει την έγκρισή του – είναι μια δικαστική απόφαση, δεν είναι μια αυθαίρετη απόφαση – και στο τέλος, σε κατάλογο τηλεφώνων, και όχι ονομάτων, ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών».
Και σε επόμενο σημείο, «πράγματι ο πρωθυπουργός είπε ότι ήταν λάθος, όπως συνέβη η συγκεκριμένη διαδικασία. Γιατί το είπε αυτό; Διότι με την υπόθεση Ανδρουλάκη, εκείνο το οποίο προέκυψε, ήταν ότι οι δικλείδες ασφαλείας για τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, δεν ήταν επαρκείς. Όταν πρόκειται να υπάρξει επισύνδεση ενός πολιτικού προσώπου, και δη προβεβλημένου, θα πρέπει να υπάρχουν πολύ περισσότερα επίπεδα ασφάλειας έτσι ώστε να μην γίνει παρακολούθηση για απλές ενδείξεις αλλά πολύ ισχυρές ενδείξεις».
Θυμίζοντας εξ άλλου πως «πρόκειται για μια νόμιμη παρακολούθηση», ο Γ. Γεραπετρίτης πρόσθεσε: «Εικάζω πως η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών είχε κάποια στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ο λόγος. Τα στοιχεία αυτά αξιολογήθηκαν από τον επιτόπιο εισαγγελέα, θεωρήθηκαν επαρκή και προχώρησε για ένα περιορισμένο διάστημα η παρακολούθηση. Όταν περιήλθε, πάντως, σε γνώση του πρωθυπουργού ότι παρακολουθείται ο κ. Ανδρουλάκης, διαπιστώθηκε ότι θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερα φίλτρα, είπε ακόμη και έφερε το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Εκεί, «η αντίστοιχη υπηρεσία όταν πρόκειται για παρακολούθηση πολιτικού προσώπου, λαμβάνει πολιτική έγκριση».
Μετά τη διαπίστωση του προβλήματος, ωστόσο, «άμεση αντανακλαστική αντίδραση ήταν ότι επέστρεψε μια δικλείδα ασφαλείας που είχε καταργηθεί το 2018, να υπάρχουν δηλαδή δύο αποφάσεις εισαγγελέων», υπενθύμισε προσθέτοντας ότι θα αξιολογηθούν οι προτάσεις τις οποίες θα υποβάλει η Εξεταστική Επιτροπή. Ενώ για το ενδεχόμενο να προκύψουν και άλλα ονόματα που παρακολουθούνταν, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε ως εξής: «Είναι κάτι το οποίο εγώ δεν μπορώ να γνωρίζω, και για τον κ. Ανδρουλάκη δεν γνωρίζω και δεν γνώριζα, και δεν μπορώ να γνωρίζω για τον καθένα».
Επαναλαμβάνοντας δε, ότι «δεν προέκυψε κάτι από παρακολούθηση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη», επέμεινε πως «ποτέ δεν ενημερώνεται ο πρωθυπουργός για το ότι ενεργοποιείται μία παρακολούθηση», παραπέμποντας στους τρεις, κατά νόμο, υπευθύνους (Διοικητής ΕΥΠ, εισαγγελέας, επικεφαλής ΑΔΑΕ). «Μόνο αν προκύψει ζήτημα εθνικής ασφάλειας ενημερώνεται η πολιτική ηγεσία», τόνισε εξ άλλου.
Οι ανακοινώσεις στη ΔΕΘ
Αλλάζοντας θέμα, στο επονομαζόμενο «καλάθι της ΔΕΘ», ο υπουργός Επικρατείας έκανε λόγο για μια δυναμική κατάσταση, καθώς «κάθε μέρα εμείς μελετούμε τα στοιχεία έτσι ώστε να μπορέσουμε να δώσουμε στον κόσμο μία ανάσα. Αυτήν τη στιγμή καταλαβαίνουμε ότι θα έχουμε έναν πολύ δύσκολο χειμώνα, όχι μόνο η Ελλάδα, η Ευρώπη και ο κόσμος θα ταλανιστούν από μία εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση».
Με την επισήμανση ότι «η Ελλάδα έχει λάβει πάρα πολύ έγκαιρα, ουσιαστικά μέτρα τα οποία αφορούν τη διευκόλυνση των πολιτών σε σχέση με το ενεργειακό κόστος», επικαλέστηκε, άλλωστε, την επίσημη μελέτη του Ινστιτούτου Bruegel, σύμφωνα με την οποία «η Ελλάδα, κατ’ αναλογίαν ΑΕΠ, έχει δώσει τη μεγαλύτερη επιδότηση ενέργειας στους πολίτες».
Και, εν συνεχεία, διαπίστωσε, «δυστυχώς στο επίπεδο αυτό η Ευρώπη έχει φανεί κατώτερη των περιστάσεων. Ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός τον Μάρτιο του 2022 κατέθεσε μία δέσμη προτάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που περιελάμβανε, ανάμεσα σε άλλα, την αποσύνδεση της τιμής του φυσικού αερίου από το πετρέλαιο, την κεντρική προμήθεια των αποθεμάτων φυσικού αερίου και την επιβολή πλαφόν στο φυσικό αέριο. Με καθυστέρηση έξι μηνών τις επόμενες ημέρες θα συνέλθει η ευρωπαϊκή σύνοδος των υπουργών Ενέργειας και θα έλθουμε περίπου στις προτάσεις του Έλληνα πρωθυπουργού αλλά με πάρα πολύ μεγάλη καθυστέρηση». Ενώ εν κατακλείδι παρατήρησε πως «η Γερμανία υιοθετεί πλήρως το πλαίσιο που εισήγαγε η Ελλάδα».
Επικεντρώνοντας στα των κυβερνητικών ανακοινώσεων και μετά τη γενική διευκρίνιση ότι «οι πόροι είναι πεπερασμένοι», υπενθύμισε ότι «η τελευταία ενίσχυση ήταν της τάξης 1,9 δισ.». Με αφορμή δε, ερώτημα για μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, πήρε θέση λέγοντας ότι «αποδεδειγμένα θα μειώσει τα έσοδα, επιπλέον η μείωση θα είναι οριζόντια, άρα ενισχύει περισσότερο εκείνους που έχουν τη μεγαλύτερη κατανάλωση. Ή θα ενισχύσουμε περισσότερο τους ευάλωτους συμπολίτες μας ή θα ενισχύσουμε περισσότερο εκείνους που έχουν μεγαλύτερη κατανάλωση», είναι το δίλημμα που έθεσε.
Συμπερασματικώς, η κυβέρνηση θα προχωρήσει στις δικές της ανακοινώσεις παράλληλα και με την κεντρική γραμμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επανέλαβε, ωστόσο, ότι «λόγω μη ανεξάντλητων πόρων δεν είναι δυνατόν να πηγαίνουμε διαρκώς σε ενισχύσεις».
Ερωτηθείς για τα υπερκέρδη εταιρειών ενέργειας, ο Γ. Γεραπετρίτης επιχειρηματολόγησε σημειώνοντας ότι «με το ελληνικό σύστημα, τα κέρδη αυτά απομειώνονται στην πηγή. Το 1,9 δισ. που ήταν η τελευταία επιδότηση στα νοικοκυριά, δεν προήλθε όλο από κρατικό προϋπολογισμό, ούτε και θα μπορούσε. Με βάση την παρέμβαση στη χονδρική της ενέργειας, ήδη ένα μεγάλο μέρος των εσόδων των εταιρειών πηγαίνει σε μια ‘δεξαμενή’ και αποδίδεται και πάλι στους καταναλωτές. Από το 1,9 δισ. μόνο τα 800 εκατ. είναι από τον κρατικό προϋπολογισμό, το 1,1 δισ. είναι από τις ίδιες τις εταιρείες». Σε κάθε περίπτωση, κατέληξε, το επόμενο διάστημα το 90% των υπερκερδών θα φορολογηθεί, «δεν υπάρχει καμία χώρα της Ευρώπης που να έχει ενεργοποίηση φορολογική μείωση της τάξης του 90%».