Απόλυτη σύμπλευση απόψεων στην ανάγκη να αποτραπούν οι επιθετικές ενέργειες εκ μέρους της Άγκυρας , ήταν η πρώτη διαπίστωση από τη συνάντηση Μπάιντεν – Μητσοτάκη, σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη, που μίλησε στον τηλεοπτικό σταθμό “Open” για όσα διημείφθησαν στη χθεσινή συνάντηση των δύο ηγετών, τη σημερινή ομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού ενώπιον του Κογκρέσου, αλλά και πώς διαμορφώνονται στο εξής οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αναλυτικά, «η επίσκεψη του πρωθυπουργού από μόνη της σηματοδοτεί μία σημαντική στιγμή για την ελληνική διπλωματία, είναι η πρώτη φορά που Έλληνας πρωθυπουργός θα απευθυνθεί στη συνεδρίαση του Κογκρέσου, της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας και αναδεικνύει τον πολύ σημαντικό ρόλο που έχει να επιτελέσει η Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή, στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο και την Ευρώπη. Κυρίως είναι ψήφος εμπιστοσύνης της αμερικανικής διπλωματίας στο υψηλότατο επίπεδο προς την Ελλάδα, όχι απλά ως συνομιλητή αλλά ως εταίρου και σύμμαχου», ήταν το εισαγωγικό σχόλιο του υπουργού Επικρατείας, που πρόσθεσε:
«Οι προσδοκίες έχουν απολύτως καλυφθεί και προσβλέπουμε όλοι στην ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο. Η ομιλία αυτή θα αναδεικνύει την μεγάλη, αυτοδύναμη Ελλάδα, μια Ελλάδα που δεν ετεροκαθορίζεται, αποτελεί έναν γεωπολιτικό πυλώνα στην Ευρώπη. Την επαύριο της επίσκεψης αυτής η Ελλάδα θα βγει πολύ αναβαθμισμένη», εκτίμησε εξάλλου.
Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «η Ελλάδα θωρακίζεται με την πολυμερή διπλωματία της, με τη διεύρυνση των χωρικών της υδάτων, με την αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων και των γεωστρατηγικών συμμαχιών με την Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, και σήμερα με την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα των F-35», τα οποία είναι ένα όπλο της επόμενης γενεάς, δημιουργεί μεγάλη αποτρεπτικότητα, συμπλήρωσε.
Για το θέμα αυτό ειδικότερα, παρατήρησε πως απομένει να καθοριστούν λεπτομέρειες, με την ταυτόχρονη διευκρίνιση ότι «όλα αυτά τελούν υπό την αίρεση της δημοσιονομικής μας σταθερότητας, την οποία πάντοτε εμείς θέτουμε πολύ υψηλά. Είναι ένα πρόγραμμα όχι αυριανό αλλά των επόμενων ετών, και υπάρχει θετική προδιάθεση εκ μέρους και των δύο πλευρών, απομένει να καθοριστούν και οι τεχνικές λεπτομέρειες για το χρόνο παράδοσης».
Σε κάθε περίπτωση, συνέχισε, «και μόνο το γεγονός ότι η Ελλάδα μπορεί να συζητά την ένταξή της σε ένα τέτοιο πρόγραμμα από μόνο του συνιστά μια θωράκιση της χώρας τόσο από πλευράς ουσίας όσο και συμβολισμού, αναδεικνύει την Ελλάδα ως πυλώνα σταθερότητας και ισχύος στην περιοχή μας». Και ναι μεν «οι συμφωνίες που η χώρα μας έχει υπογράψει με την Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες εμπεριέχουν τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής», από την άλλη όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Ελλάδα θα πρέπει πάντοτε να φροντίζει, με δικές της δυνάμεις, έτσι ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορεί να σταθεί στα πόδια της και μόνη της. Οι συμφωνίες είναι εντελώς κλειδωμένες όσον αφορά την αμοιβαία συνδρομή, ιστορικά όμως έχει αποδειχθεί ότι πάντοτε η Ελλάδα οφείλει να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις -κι αυτό θα πράξουμε».
Πολύ καλή χημεία μεταξύ των δύο ηγετών
Ενώ προχώρησε και στην εκτίμηση ότι «η Τουρκία έχει κάθε λόγο να έχει σχετική ανησυχία από το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού, δεν πρόκειται για ένα ταξίδι εθιμοτυπικό. Και μόνο από την ανάγνωση του προγράμματός του καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για μια πολύ μεγάλη επιχείρηση για να εδραιωθούν οι διπλωματικές θέσεις της Ελλάδας. Την αγκάλιασε απολύτως ο Πρόεδρος Μπάιντεν που έχει μια πολύ καλή προσωπική σχέση, πολύ καλή χημεία με τον πρωθυπουργό και αυτό διαχέεται σε όλα τα επίπεδα της αμερικανικής διπλωματίας. Εμείς είμαστε ένας αξιόπιστος εταίρος, δεν θα έχουμε επαμφοτερίζουσα στάση στα μεγάλα ζητήματα», διεμήνυσε ακόμη επισημαίνοντας αυτό που είπε χθες ο πρωθυπουργός και θα το επαναλάβει και σήμερα, όπως είπε, ότι δηλαδή, «είμαστε χωρίς υποσημειώσεις, χωρίς αστερίσκους με τη σωστή πλευρά υπό την έννοια των αξιών της ελευθερίας και της δημοκρατίας».
Επανερχόμενος στο θέμα των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, υπογράμμισε ότι «το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης δεν τίθεται με κανέναν τρόπο, η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα που απορρέει από τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές εθιμικό δίκαιο να έχει στα νησιά δύναμη αποτροπής όταν απέναντί της έχει στρατιές. Αποτελεί απόλυτο κυριαρχικό δικαίωμα», συμπέρανε και κάνοντας λόγο για «παλίνδρομη στάση της Τουρκίας» στο θέμα των οπλικών συστημάτων, μετέφερε την εικόνα ότι «το κλίμα δεν είναι ιδιαιτέρως θετικό στην Ουάσιγκτον».
Στον αντίποδα και «ειδικά στο επίπεδο της Γερουσίας, η Ελλάδα έχει πολύ αναπτυγμένη διείσδυση, κρίσιμη μάζα γερουσιαστών στηρίζει τις ελληνικές θέσεις. Χθες ο πρωθυπουργός δημοσίως έθεσε στον Πρόεδρο Μπάιντεν το ζήτημα του Κυπριακού και ζήτησε τις καλές υπηρεσίες του ιδίου προσωπικά για να προχωρήσει το ζήτημα αυτό που δεν τίθεται ποτέ σε δεύτερη μοίρα».
Τέλος στη μεμψίμοιρη Ελλάδα
Εκείνο το οποίο εξάλλου «για εμάς έχει αξία, είναι η αναβάθμιση της Ελλάδας, όχι η υποβάθμιση της Τουρκίας. Εμείς δεν ετεροπροσδιοριζόμαστε, η πολιτική της μεμψίμοιρης Ελλάδας έχει σταματήσει οριστικά», ξεκαθάρισε λέγοντας αμέσως μετά ότι «ο Έλληνας πρωθυπουργός που έχει τα δικά του ιδιοσυγκρατικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, είναι ένας κοσμοπολίτης πρωθυπουργός, πολύ εξωστρεφής, πολύ ικανός στην προάσπιση των ελληνικών θέσεων και τη διεθνή επικοινωνία, θέτει τα ζητήματα της προστασίας της Ελλάδας, της αναβάθμισης της χώρας». Επιπροσθέτως ο υπουργός Επικρατείας διαπίστωσε «απόλυτη σύμπλευση στη θέση της χώρας μας ως ενεργειακού κόμβου».
Ενώ στην κριτική ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν κατήγγειλε δημοσίως την τουρκική προκλητικότητα, απάντησε τονίζοντας ότι «με πολύ σαφή τρόπο, δημόσια, ενώπιον του Προέδρου Μπάιντεν ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να κάνει καμία παραχώρηση στην κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα -κι αυτό έχει πολλαπλούς αποδέκτες ιδίως στην κρίσιμη αυτή γεωπολιτική στιγμή».
Εν κατακλείδι, «έχουν τεθεί όλα τα ζητήματα στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις, και ιδίως με τον Πρόεδρο Μπάιντεν, και της τουρκικής προκλητικότητας». Ενώ η μεμψιμοιρία να εμφανίζεται η χώρα στη συνάντηση με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ με αρνητική ατζέντα είναι «λάθος διπλωματία», υποστήριξε εξηγώντας συγχρόνως το «γιατί»: «Η δική μας διπλωματία στηρίζεται στον αυτοκαθορισμό. Η Ελλάδα από μόνη της είναι ισχυρή, εδραιώνει τη θέση της, και αυτό περνά στην αμερικανική διπλωματία και κοινή γνώμη».
Για τον Γ. Γεραπετρίτη, «σήμερα που βρισκόμαστε στο ισχυρότερο επίπεδο σχέσεων με τις ΗΠΑ και το δυτικό κόσμο είναι η κατάλληλη στιγμή να προασπίσουμε τα συμφέροντά μας». Εξάλλου, «πάγια θέση της αμερικανικής διπλωματίας είναι ότι η Ελλάδα αποτελεί έναν ισχυρό πόλο της Υπερατλαντικής Συμμαχίας, εξ αυτού του λόγου και μόνον υπάρχει η εγγύηση στην κυριαρχία της χώρας, υπάρχει απόλυτη ενσωμάτωση της αρχής αμοιβαίας συνδρομής για οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια (…) οι ΗΠΑ εγγυώνται την ασφάλεια και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα», δήλωσε με έμφαση επίσης.
Και, κλείνοντας, «υπήρχε απόλυτη σύμπλευση απόψεων στην ανάγκη να αποτραπούν αυτού του τύπου επιθετικές ενέργειες σε μια πολύ ευάλωτη περιοχή του κόσμου, υπήρχε απόλυτη κοινότητα πνεύματος ότι δεν είναι επιτρεπτές επιθετικές ενέργειες σε βάρος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Υπερατλαντικής Συμμαχίας».
Πάντως, στο θέμα της στρατιωτικής ενίσχυσης του Κιέβου, ξεκαθάρισε ότι «η Ελλάδα δεν πρόκειται να αποστείλει περαιτέρω στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία», άλλωστε, συμπλήρωσε, «στο μέτρο που μπορώ να γνωρίζω, δεν έχει ζητηθεί περαιτέρω κλιμάκωση». Συμπερασματικώς, «η Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι στη σωστή πλευρά της Ιστορίας στο μέτρο που της αναλογεί και με βάση τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή της στη Συμμαχία».
Για ακρίβεια – ηλεκτρικό ρεύμα
Κλείνοντας με τα θέματα της οικονομίας, σχολιάζοντας τις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, παρατήρησε ότι η Ελλάδα είναι «σε αρκετά καλύτερη μοίρα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες». Ωστόσο, συνέχισε, «αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για μια μεσοπρόθεσμη και μια μακρά κρίση ακρίβειας, (κάτι που) εξαρτάται από την εξέλιξη του πολέμου και των ενεργειακών αποθεμάτων».
Εκτιμώντας δε, ότι η κυβερνητική δέσμη μέτρων που τίθεται σταδιακώς σε ισχύ, «θα έχει θετικό αποτέλεσμα», επανέλαβε πως «μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν», αντιθέτως «ακολουθούμε μια ρεαλιστική πολιτική» πριν ακόμη υπάρξουν οι ευρωπαϊκές αποφάσεις.
Κεντρική θέση της κυβέρνησης είναι ότι «για όσο χρόνο υφίσταται αυτή η πολύ μεγάλη επιβάρυνση, θα συνεχίζουμε να ενισχύουμε τα ευάλωτα νοικοκυριά». Ευτυχώς που, πρόσθεσε, «τα έσοδα του προϋπολογισμού ήταν άνω του αναμενομένου, οπότε αυτό μας δίνει ένα σημαντικό δημοσιονομικό χώρο για την ενίσχυση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας».
Κατά συνέπεια και «στο μέτρο που μας επιτρέπουν οι δημοσιονομικές μας δυνατότητες, εμείς θα παρεμβαίνουμε με μέτρα όχι κατ’ ανάγκην με οριζόντιο, αλλά με σημειακό χαρακτήρα, θα στοχεύουν στους πιο ευάλωτους», θέση που αποτελεί και «στρατηγική απόφαση» της κυβέρνησης.
Για τις διακοπές ρεύματος, τέλος, ανέφερε, επικαλούμενος τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση, ότι «βρισκόμαστε περίπου κοντά στον αριθμό των αποσυνδέσεων (ρεύματος) που ανέκαθεν γίνονταν», όμως, επεσήμανε, «θα πρέπει να επιδειχθεί μεγαλύτερη προσοχή στο να μην υπάρχει διακοπή στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Η εκτίμησή μας είναι ότι με την ενίσχυση που θα δοθεί ως 600 ευρώ στους περισσότερους συμπολίτες μας θα υπάρχει μια μερική αποσυμπίεση του βάρους».
Και έκλεισε με την εκτίμηση ότι «σταδιακώς θα εξομαλυνθεί το ζήτημα». Αν, παρά ταύτα, «υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω παρεμβάσεις κι αυτές θα αξιολογηθούν», κατέληξε.