Τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσει ο πανευρωπαϊκός μηχανισμός, που προτείνει μέσω επιστολής του στην πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σχετικά με την αντιμετώπιση των απωλειών που θα προκύψουν από τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου, εξήγησαν κυβερνητικά στελέχη.
Σύμφωνα με τα κυβερνητικά στελέχη, το σχέδιο «Save Gas for a Safe Winter» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παρέχει μια σημαντική βάση για τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας τον προσεχή χειμώνα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να μειώσει την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 45 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm), σε σχέση με ένα κανονικό σενάριο ζήτησης, μεταξύ της 1ης Αυγούστου 2022 και της 31ης Μαρτίου 2023, προκειμένου να αντέξει μια πλήρη διακοπή του εφοδιασμού με φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Το πραγματικό ερώτημα είναι πώς θα επιτευχθεί αυτή η μείωση.
Όπως τονίζουν κυβερνητικά στελέχη, η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής χωρίζει το σχέδιο αυτό σε δύο στάδια: ένα εθελοντικό στάδιο μείωσης της ζήτησης, που ξεκινά αμέσως, με τα κράτη-μέλη να υποβάλλουν τα σχέδιά τους έως τα τέλη Σεπτεμβρίου, και ένα υποχρεωτικό στάδιο, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, που θα προκαλούσε κοινή μείωση της ζήτησης κατά 15% σε όλα τα κράτη-μέλη. Το σκεπτικό της πρότασης είναι ότι εάν οι εθελοντικές μειώσεις είναι σημαντικές από μόνες τους, οι υποχρεωτικές μειώσεις καθίστανται περιττές. Όσο περισσότερα κάνουμε τώρα, τόσο λιγότερα θα πρέπει να κάνουμε αργότερα.
Σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, αυτό παρουσιάζει μια ευκαιρία: εάν τα κράτη μέλη μπορούσαν, έως τα τέλη Σεπτεμβρίου, να δείξουν απτή μελλοντική εξοικονόμηση κατά 45 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm), η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν σε μεγάλο βαθμό θωρακισμένη απέναντι στην πλήρη διακοπή του εφοδιασμού με φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Το ενεργειακό όπλο της Ρωσίας θα είχε εξουδετερωθεί, το επιπλέον κόστος, που προκύπτει λόγω των μελλοντικών κινδύνων θα είχε συρρικνωθεί και η πίεση στα νοικοκυριά, τις εταιρείες και τους κρατικούς προϋπολογισμούς θα είχε μειωθεί. Τα οφέλη μιας τέτοιας κίνησης -εφόσον ήταν αξιόπιστη- θα ήταν τεράστια.
Σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, η πρόταση της Επιτροπής, ωστόσο, παρουσιάζει δύο ενδεχόμενες αδυναμίες. Πρώτον, το σχέδιο στηρίζεται σε διοικητικές διατάξεις και ηθικά κίνητρα και όχι σε κίνητρα εξοικονόμησης ενέργειας (πέραν, φυσικά, από το κίνητρο που προκαλούν από τις υψηλές τιμές). Δεύτερον, οι εξοικονομήσεις είναι διάχυτες και δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν. Για παράδειγμα, εάν μια κυβέρνηση καλεί τους πολίτες να χαμηλώσουν τους θερμοστάτες τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα, μπορούμε πραγματικά να βασιστούμε σε αυτές τις εξοικονομήσεις; Συνεπώς, ακόμη και αν τα κράτη μπορούσαν να εξασφαλίσουν θεωρητικά συλλογικές εξοικονομήσεις ύψους 45 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων (bcm), ο αντίκτυπος στην αγορά ενδεχομένως θα ήταν περιορισμένος, εάν ουδείς φαινόταν να πιστεύει σε αυτές τις εξοικονομήσεις. Ούτε η Ρωσία θα πίστευε πραγματικά ότι το ενεργειακό «της όπλο» έχει όντως εξουδετερωθεί. Είναι επιτακτική ανάγκη να «θωρακιστούν» αυτοί οι αριθμοί μείωσης της ζήτησης.
Όπως εξηγούν αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, ο ευκολότερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό θα ήταν η διεξαγωγή δημοπρασιών για τους μεγάλους καταναλωτές, ώστε να υποβάλλουν προσφορές για μείωση της ζήτησης με αντάλλαγμα την επιθυμητή αποζημίωση. Ένα εργοστάσιο, για παράδειγμα, μπορεί να προσφερθεί να περιορίσει τη λειτουργία του, και συνεπώς τη χρήση φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, με αντάλλαγμα την οικονομική αποζημίωση. Εξ ανάγκης, αυτός θα ήταν ένας νέος μηχανισμός. Τα υφιστάμενα πλαίσια για την προσαρμογή της ζήτησης στους περιορισμούς της προσφοράς (demand response) έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση βραχυπρόθεσμων ανισορροπιών στις αγορές και όχι για τη σταθερή μείωση. Κατά βάση, η πρόταση αυτή είναι ένα εργαλείο demand response με χορήγηση «κρατικής ενίσχυσης»: πληρώνεις κάποιον να περιορίσει την παραγωγή για μήνες, με αντάλλαγμα οικονομική αποζημίωση.
Το εργαλείο αυτό θα προσφέρει μια ομαλή επιλογή έναντι των μη μεθοδικών εναλλακτικών λύσεων. Χωρίς αυτό το μέσο, και την ισορροπία που μπορεί να φέρει στις αγορές ενέργειας, οι μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές πιθανότατα θα αντιμετώπιζαν ούτως ή άλλως μια διακοπή σε περίπτωση περαιτέρω προβλημάτων στον εφοδιασμό με ρωσικό φυσικό αέριο. Ή, εάν οι τιμές αυξηθούν περαιτέρω, οι βιομηχανικοί καταναλωτές θα αναγκαστούν να περιορίσουν την παραγωγή ούτως ή άλλως, επειδή η τιμή της ενέργειας θα καταστεί απρόσιτη. Αυτός ο δρόμος προσφέρει μια λιγότερο δαπανηρή και πιο ομαλή διέξοδο από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται οι βιομηχανικοί χρήστες.
Το ιδανικό θα ήταν η αποζημίωση να καλυφθεί από ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους, επιτρέποντας τη ροή κεφαλαίων στις περιοχές της ηπείρου που έχουν τις μεγαλύτερες δυνατότητες εξοικονόμησης αερίου, αλλά και επιτρέποντας σε χώρες που έχουν περιορισμένα δημοσιονομικά περιθώρια να στηρίξουν τις βιομηχανίες τους. Θα ήταν μια μορφή αλληλεγγύης που θα απέτρεπε την αναταραχή, σε κατάσταση ολοκληρωτικής έκτακτης ανάγκης. Εάν αυτές οι εξοικονομήσεις εξασφαλιστούν και επικοινωνηθούν στην αγορά, ο αντίκτυπος στις τιμές θα ήταν άμεσος και σημαντικός, αμβλύνοντας την ανάγκη για παρεμβάσεις είτε στις αγορές φυσικού αερίου είτε στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας. Το μέτρο θα απέδιδε γρήγορα και χάρη στην εξοικονόμηση πόρων θα «έβγαζε τα λεφτά του».
Κυβερνητικά στελέχη προειδοποιούν ότι η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου απειλεί να βυθίσει την οικονομία της ΕΕ σε ύφεση. Ένας πρόχειρος υπολογισμός του κονδυλίου υπογραμμίζει ότι τα οφέλη που θα προκύψουν για την οικονομία από τις χαμηλότερες τιμές του φυσικού αερίου ως αποτέλεσμα μιας πιο αξιόπιστης μείωσης της κατανάλωσης ενόψει του χειμώνα, μειώνοντας το καθαρό κόστος οποιουδήποτε τέτοιου σχεδίου.
Πριν από τη μείωση των ροών από τον αγωγό Nord Stream, οι τιμές TTF ήταν περίπου Euro 80/MWh. Μετά τη μείωση, αυξήθηκαν στα Euro 160/MWh. Αυτή η αύξηση προσφέρει μια κατά προσέγγιση εκτίμηση του πώς τιμολογούν το αυξημένο ρίσκο οι αγορές. Η αγορά 300 bcm, από τον Αύγουστο έως τον Μάρτιο, στα Euro 80/MWh κοστίζει 267 δισεκατομμύρια ευρώ. Η αγορά 300 bcm έναντι Euro 160/MWh κοστίζει 533 δισεκατομμύρια ευρώ. Συνεπώς, το επιπρόσθετο κόστος λόγω του ρίσκου που βλέπουν οι αγορές ανέρχεται σε 267 δισεκατομμύρια ευρώ, μόνο για αγορά φυσικού αερίου -προτού ληφθεί υπόψη το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας ή οι επακόλουθες επιπτώσεις στην προστιθέμενη αξία, την κατανάλωση κ.λπ.
Τα οφέλη από την επιτυχή μείωση των τιμών ως αποτέλεσμα ενός αξιόπιστου μηχανισμού είναι τεράστια
Πάντα σύμφωνα με τα ίδια κυβερνητικά στελέχη: Ο μηχανισμός αυτός θα μπορούσε να λειτουργήσει σε εθνικό επίπεδο, αλλά η διαδικασία επιλογής θα μπορούσε να γίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έως ότου εξασφαλιστεί ο επιθυμητός όγκος συλλογικής εξοικονόμηση (π.χ. 45 bcm). Αυτό θα απλοποιούσε τη διαδικασία δημοπρασίας, διότι δεν θα χρειαζόταν να περιμένουμε να διεξάγουμε μια πανευρωπαϊκή διαδικασία δημοπρασιών, αλλά η άθροιση δημοπρασιών θα επέτρεπε τη συμμετοχή ακόμη και μικρότερων αγορών.
Θα ήταν χρήσιμο να διερευνηθεί κατά πόσον οι μεγάλοι μη βιομηχανικοί χρήστες θα μπορούσαν να συμμετάσχουν (κτίρια που χρησιμοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς, ξενοδοχεία κ.λπ.).
Η άμεση ανάγκη είναι η μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου. Η βιομηχανία, όμως, αντιπροσωπεύει επίσης πάνω από το ένα τρίτο της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά το σχεδιασμό αυτού του μηχανισμού, θα ήταν σημαντικό να αποτυπωθεί η εξοικονόμηση στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας από τις μειώσεις της παραγωγής. Μια εταιρεία που προσφέρεται να μειώσει την κατανάλωσή της κατά 1 bcm, για παράδειγμα, μπορεί επίσης να επικοινωνήσει και τις μειώσεις στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας που θα προκύψουν από αυτή τη μείωση της παραγωγής. Ενδεχομένως αξίζει να διερευνήσει κανείς μια επιλογή που αφορά μόνο την ηλεκτρική ενέργεια, που επιτρέπει στους μεγάλους βιομηχανικούς χρήστες οι οποίοι ενδέχεται να μην καταναλώνουν φυσικό αέριο να μειώσουν την παραγωγή μέσω εξοικονόμησης στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Ενώ αυτός ο μηχανισμός έχει σκοπό να αποζημιώσει τους χρήστες για μειωμένη παραγωγή, θα είναι σημαντικό να προσφέρει χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στους καταναλωτές να προσφέρουν συγκεκριμένα προφίλ φορτίου (load profiles). Για παράδειγμα, ένα εργοστάσιο μπορεί να προτείνει να μειώσει τη ζήτηση αερίου κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων ωρών, παρέχοντας έτσι πρόσθετη ευελιξία στο σύστημα. Θα είναι σημαντικό να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ της απλότητας και συγκεκριμένων ρυθμίσεων που αποβλέπουν στο να εξυπηρετηθούν οι ιδιομορφίες μεμονωμένων αγορών και καταναλωτών.
Και τέλος, η ανάπτυξη ενός βασικού προφίλ κατανάλωσης θα είναι σημαντική, κυρίως επειδή έχουν ήδη γίνει κάποιες μειώσεις στη ζήτηση. Πιθανώς είναι δυνατό να ζητηθεί από τους καταναλωτές να παρουσιάσουν ένα βασικό επίπεδο (baseline) χρήσης, με βάση τα τρέχοντα επίπεδα κατανάλωσης καθώς και ορισμένα ιστορικά δεδομένα (κατανάλωση τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα). Το αν θα αποζημιωθούν οι χρήστες που έχουν ήδη μειώσει την κατανάλωση -πιθανώς επειδή έκλεισαν- θα είναι μια δύσκολη ερώτηση. Ίσως θα μπορούσε να διατεθεί μια συγκεκριμένη ποσόστωση για αυτές τις ποσότητες, επιτρέποντας να δοθούν ορισμένες αποζημιώσεις, αλλά μη επιτρέποντας στις προηγούμενες μειώσεις να αντιπροσωπεύουν μεγάλο μερίδιο των μελλοντικών μειώσεων.