«Περισσότερη χρηματοδότηση για λιγότερες ροές» είναι η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη προς την ευρωπαϊκή ηγεσία απέναντι της Τουρκίας, προκειμένου να πάψει το καθεστώς Ερντογάν να χρησιμοποιεί τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως μοχλό πίεσης στα ελληνοτουρκικά σύνορα και σαν ως όπλο εκβιασμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Συγκεκριμένα προτείνει την καθιέρωση ενός νέου μηχανισμού χρηματοδότησης της Αγκυρας που να συνδέεται ευθέως με την πλήρη συμμόρφωση της γείτονος στις συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην επιστολή του, ο κ. Μητσοτάκης τεκμηρίωνε την άμεση εμπλοκή της Άγκυρας στη διαμόρφωση του κύματος των προσφύγων και μεταναστών που επιχειρούσε το προηγούμενο διάστημα να περάσει τα ελληνικά σύνορα. Αναδείκνυε δε τις συνέπειες των τουρκικών ενεργειών τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος, παρουσίαζε τους βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους θα πρέπει να κινηθεί μια αναθεωρημένη Δήλωση Ε.Ε. – Τουρκίας για το προσφυγικό.
Τα βασικά σημεία της επιστολής του πρωθυπουργού έχουν ως εξής:
«Ενόψει της επερχόμενης, πολύ σημαντικής τηλεδιάσκεψης με τον πρόεδρο Ερντογάν στις 17 Μαρτίου, αξιοποιώ την ευκαιρία προκειμένου να σας ενημερώσω αναφορικά με τις πρόσφατες προκλητικές ενέργειες στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. σε σχέση με την τεχνητή μεταναστευτική και προσφυγική κρίση που πυροδοτεί η Τουρκία και για την ανάγκη να ασκηθεί η μέγιστη δυνατή πίεση στην Αγκυρα αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.
Βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο. Μετά τις 28 Φεβρουαρίου, οι επιπτώσεις στους τομείς της ασφάλειας και της σταθερότητας για την Ευρώπη από τη συμπεριφορά της Τουρκίας έχουν γίνει απολύτως σαφείς. Η συνεχής πίεση και ακόμη η κλιμάκωση αναφορικά με τις ενέργειες και τη ρητορική της Τουρκίας, στο υψηλότατο επίπεδο, αποτελούν καθαρή απόδειξη ότι αυτό αποτελεί ένα οργανωμένο σχέδιο, για να εκβιαστεί η Ευρώπη με στόχο να επιτύχει γεωπολιτικούς στόχους. Εάν η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τα σύνορά της, θα ήμασταν αντιμέτωποι με μια εντελώς διαφορετική κατάσταση.
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι εξαρτάται από την Τουρκία να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες ώστε να υπάρξει αποκλιμάκωση, αποσύροντας όσους έχουν πιεστεί να φθάσουν στα σύνορα, και αποδεχόμενη την επιστροφή όσων –υπολογίζονται σε 2.000– πέρασαν παράνομα τα σύνορα μετά τις 28 Φεβρουαρίου και κρατούνται από τις ελληνικές αρχές.
Αναφορικά με τα ανωτέρω, λαμβάνουμε αντιφατικά μηνύματα από την Αγκυρα. Από τη μια πλευρά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με συνεχή πίεση και προκλήσεις που οδηγούν στην εκτίμηση ότι η Τουρκία “στρατιωτικοποιεί” την κατάσταση. Από την άλλη, οι παράνομες αφίξεις στα νησιά έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο. Αυτό αποτελεί επίσης απόδειξη ότι η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να ελέγχει πλήρως τις ροές.
Εως ότου μια νέα συμφωνία ολοκληρωθεί, η Κοινή Διακήρυξη Ε.Ε. – Τουρκίας του 2016, που έχει παραβιαστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από την Τουρκία τις τελευταίες ημέρες, θα πρέπει να εφαρμόζεται, ως το μόνο διαθέσιμο εργαλείο που έχει συμφωνηθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Προκειμένου να διαμορφωθεί μια αναθεωρημένη Δήλωση Ε.Ε. – Τουρκίας, οι κατωτέρω βασικές κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να γίνουν σεβαστές.
1. Ενίσχυση του ρόλου της Frontex καθιερώνοντας σταθερές περιπολίες εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, οι οποίες θα συνδυαστούν τελικά με κοινές περιπολίες Frontex – Τουρκίας τόσο στα χερσαία σύνορα όσο και κατά μήκος των τουρκικών ακτών.
2. Ενας χρηματοδοτικός μηχανισμός για την Τουρκία, ως αναγνώριση του βάρους που επωμίζεται φιλοξενώντας μεγάλο αριθμό προσφύγων, κυρίως Σύρων, αλλά με βάση την αρχή “περισσότερη χρηματοδότηση για λιγότερες ροές” και “λιγότερη για περισσότερες ροές”. Αυτός ο μηχανισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει έναν μηχανισμό παρακολούθησης σε μηνιαία βάση, που θα καταγράφει τις νέες αφίξεις από την Τουρκία και τις επιστροφές στην Τουρκία.
3. Και, τέλος, αναφορικά με τη εφαρμογή της συμφωνίας, όσον αφορά τις επιστροφές, να περιλαμβάνονται άτομα που βρίσκονται είτε στα νησιά είτε στην ενδοχώρα, δηλαδή εφεξής να μην ισχύουν γεωγραφικοί περιορισμοί.
Οπως έχει διαφανεί καθαρά τις τελευταίες ημέρες, η Eλλάδα έχει εισφέρει πέραν όσων της αναλογούν για τη διαφύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων. Αυτή η επιλογή συνεπάγεται τεράστιο τίμημα σε σχέση με μέσα, ανθρώπινο κεφάλαιο και πόρους σε ένα περίπλοκο σταυροδρόμι οικονομικής ύφεσης και μεγάλου προβληματισμού στον τομέα της Δημόσιας Υγείας, λόγω της εξάπλωσης του COVID-19. Η υφιστάμενη κατάσταση δεν είναι διαχειρίσιμη επί μακρόν».