Το νέο πακέτο στήριξης του 2023 – Προωθούνται μέτρα 1,2 δισ.

Το χρονικό σημείο που προσφέρεται για ασφαλείς εκτιμήσεις όλων των νέων δημοσιονομικών δεδομένων είναι το τελευταίο 10ήµερο του Μαρτίου

Όπως ο προπονητής, που ύστερα από πολύµηνους τραυματισμούς έχει όλο το ρόστερ στη διάθεσή του, έτσι και ο υπουργός Οικονομικών, έπειτα από µια τριετία πρωτοφανών κρίσεων, βασανίζεται από τον ευχάριστο «πονοκέφαλο» για το ποιες extra ελαφρύνσεις και εισοδηματικές ενισχύσεις θα πρέπει να εισηγηθεί στον πρωθυπουργό, έχοντας στη διάθεσή του ένα «πακέτο» που μπορεί να φτάνει το 1,2 δισ. ευρώ.

Όποιος παρακολουθεί τις δημόσιες δηλώσεις στελεχών του οικονομικού επιτελείου διαπιστώνει µια διακριτή αλλαγή στάσης, µια πιο χαλαρή προσέγγιση σε σχέση µε την προοπτική νέων ελαφρύνσεων, όχι όμως επειδή το άρωμα των εκλογών έχει πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα, αλλά επειδή για πρώτη φορά μετά τον Φεβρουάριο του 2020 φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ.

«Όποιος δημοσιονομικός χώρος προκύπτει, αυτός θα επιστρέφεται ως μέρισμα στην κοινωνία», είναι η επίσημη γραμμή, που μέρα µε τη μέρα γίνεται πιο έντονη. Ποιο είναι το «κλειδί» που «ξεκλείδωσε» και τους πιο άκαμπτους τεχνοκράτες του υπουργείου Οικονομικών; Η βουτιά του φυσικού αερίου, ειδικά µε την επιβολή πλαφόν από την ΕΕ, σε συνδυασμό µε την επάρκεια στην Ευρώπη και την καλοκαιρία. Έχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι οι εκπλήξεις μπορεί να κρύβονται στη στροφή, στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχουν αρχίσει να υπολογίζουν… ανάποδα, δηλαδή, αντί να μετράνε τι επιπλέον κονδύλια θα πρέπει να βγουν από τα κρατικά ταμεία για να επιδοτηθούν νοικοκυριά-επιχειρήσεις, υπολογίζουν πόσα γλιτώνει ο Προϋπολογισμός από την υποχώρηση του φυσικού αερίου κατά 60 ευρώ κάτω από το σενάριο βάσης των 120 ευρώ. Και η πρώτη εκτίμηση δείχνει ότι, αν δεν έρθουν πάλι τα πάνω κάτω, περί τα 600 εκατ. ευρώ, που έχουν µπει στην άκρη για να καλύψουν τις επιδοτήσεις στην ενέργεια, μπορούν να κατευθυνθούν σε άλλες δράσεις µε κοινωνικό πρόσημο και όχι για την επιδότηση ηλεκτρικής ενέργειας και θέρμανσης των νοικοκυριών. Σε αυτό το «πακέτο» θα έρθουν να «κουμπώσουν» και τα έσοδα από την έκτακτη εισφορά στους παρόχους ενέργειας, τα οποία, όπως ακριβώς έγινε και µε τα έσοδα από τα διυλιστήρια, δεν έχουν εγγραφεί στον Προϋπολογισμό, συνεπώς είναι extra. Η σχετική υπουργική απόφαση αναμένεται εντός του Φεβρουαρίου και, αν υπολόγιζε κανείς περί τα 300 εκατ. ευρώ, δεν θα ήταν μακριά από την πραγματικότητα. Τρίτη πηγή πρόσθετων εσόδων είναι η υπεραπόδοση της οικονομίας, ειδικά στο πεδίο του τουρισμού, κι αυτό µόνο ευσεβής πόθος δεν είναι. Το βασικό σενάριο του Προϋπολογισμού προβλέπει τουριστικές εισπράξεις αντίστοιχες του 2022, δηλαδή γύρω στα 18 δισ. ευρώ. Ωστόσο, ήδη στο υπουργείο Οικονομικών μιλάνε για ακόμα καλύτερη χρονιά από πέρυσι, πατώντας στις αυξημένες προκρατήσεις για το 2023. Αν αναλογιστεί κανείς ότι µόνο από τον ΦΠΑ εισπράττονται περί τα 180 εκατ. ευρώ για κάθε επιπλέον 1 δισ. τουριστικών εισπράξεων, όπως επίσης ότι ο πολλαπλασιαστής του τουρισμού στην οικονομία είναι γύρω στο 2,5x, τότε εύκολα μπορεί να συμμεριστεί την αισιοδοξία του οικονομικού επιτελείου για επιπλέον έσοδα τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ.

Το χρονικό σημείο που προσφέρεται για ασφαλείς εκτιμήσεις όλων των νέων δημοσιονομικών δεδομένων είναι το τελευταίο 10ήµερο του Μαρτίου. Με τον ευρωπαϊκό χειμώνα να πλησιάζει στο τέλος του και τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες να έχουν ενεργοποιηθεί («κόφτης» στις ακραίες διακυμάνσεις και πλατφόρμα για κοινές αγορές LNG), οι προβολές για την τιμή του φυσικού αερίου στο υπόλοιπο της χρονιάς θα πατάνε σε πιο σταθερές βάσεις. Για τον Μάρτιο έχουν προσδιορίσει τις αποφάσεις τους και οι υπουργοί Οικονομικών στο Eurogroup όσον αφορά τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν τα κράτη-µέλη, σε συνάρτηση µε το μειωμένο ενεργειακό κόστος και την ανάγκη επιδοτήσεων για τις επίμονες πληθωριστικές πιέσεις. Το µόνο σίγουρο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν σκοπεύει να αξιοποιήσει την «προίκα» του 1,2 δισ. ευρώ για έκτακτες εισοδηματικές ενισχύσεις, αλλά για μόνιμα μέτρα ελαφρύνσεων, που θα έρθουν, όμως, να συμπληρώσουν τις πολιτικές στήριξης των εισοδημάτων σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία.

Από την 1η Απριλίου θα «τρέξει» ο νέος κατώτατος μισθός, που θα κινηθεί μεταξύ 752 ευρώ (+5,5%) και 766 ευρώ (+7,5%), µε πιθανό το σενάριο να φτάσει ακόμα και τα 783 ευρώ (+9,9%). Το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού θα πρέπει να καλύψει δύο βασικές, αλλά εν πολλοίς αντικρουόμενες ανάγκες. Από τη µία, θα πρέπει να ενισχυθούν τα εισοδήματα περίπου 700 χιλιάδων οικονομικά ευάλωτων νοικοκυριών. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να «γονατίσουν» οι μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις από µια αύξηση που θα ξεπερνά τις δυνατότητές τους. Κι εδώ ακριβώς έρχεται να «κουμπώσει» το πρώτο μέτρο που μπορεί να χρηματοδοτηθεί από το πακέτο του 1,2 δισ. ευρώ: η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Μια μείωση της τάξης του 0,6% -το υπόλοιπο από τη μείωση κατά 5%, που ήταν κυβερνητική δέσμευση, έχει ετήσιο κόστος γύρω στα 400 εκατ. ευρώ, το οποίο δεν είναι ευκαταφρόνητο, αλλά δεν είναι και απαγορευτικό µε τα νέα δεδομένα. Το μέτρο δεν θα καλύψει µόνο τους 700 χιλιάδες που αμείβονται µε τον κατώτατο μισθό, αλλά το σύνολο των 2,250 εκατομμυρίων εργαζομένων και των περίπου 300 χιλιάδων επιχειρήσεων-εργοδοτών τους.

Αναπτυξιακό πρόσημο έχει και το άλλο μέτρο που βρίσκεται στο τραπέζι του οικονομικού επιτελείου: η μείωση ή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Η… εξαφάνιση του τέλους διευκολύνεται από δύο δεδομένα. Κατ’ αρχάς, εκκρεμεί η απόφαση σε πιλοτική δίκη ενώπιον του ΣτΕ, έπειτα από προσφυγή δικηγόρου για αντισυνταγματικότητα του τέλους. Επιπλέον, υπάρχει σύσταση-προτροπή από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για κατάργηση του τέλους, που επιβλήθηκε κατόπιν πιέσεων της πάλαι ποτέ Τρόικας το 2011. Το κόστος από την πλήρη κατάργηση υπολογίζεται σε 350-400 εκατ. ευρώ, ωστόσο θα μπορούσε η παρέμβαση να γίνει σε δύο δόσεις, ώστε να συνδυαστεί µε τη μείωση των εισφορών. Σε ένα τέτοιο σενάριο, και µε δεδομένη την ενίσχυση των επιχειρήσεων, κερδίζει έδαφος η αύξηση του κατώτατου μισθού κοντά στα όρια του περσινού πληθωρισμού, δηλαδή γύρω στο 9%.

Η τρίτη επιλογή που βρίσκεται στο τραπέζι δεν έχει, µεν, αναπτυξιακό χαρακτήρα, αλλά έντονα κοινωνικό πρόσημο, καθώς αφορά την καταβολή αναδρομικών για κομμένα δώρα και επικουρικές σε όλους ανεξαιρέτως τους συνταξιούχους, ανεξαρτήτως του αν έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη ή όχι. Επί της ουσίας, µε πολιτική απόφαση θα παρακαμφθεί η απόφαση του ΣτΕ, µε βάση την οποία αναδρομικά δικαιούνται µόνο οι περίπου 350 χιλιάδες που πρόλαβαν και έκαναν προσφυγή. Σε µια τέτοια περίπτωση, πάνω από 1,3 εκατ. χαμηλοσυνταξιούχοι, που δεν πήραν ούτε μισό ευρώ από τα αναδρομικά των κομμένων κύριων συντάξεων, αφού οι περικοπές του 2012 δεν τους αφορούσαν, θα δουν το χρώμα του χρήματος. Με δεδομένο ότι το κόστος αγγίζει συνολικά τα 2,5 δισ. ευρώ, η καταβολή θα μπορούσε να γίνει σε 5 ή 6 ετήσιες δόσεις, αρχής γενομένης από φέτος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε βάλει από την πρώτη στιγμή στο ραντάρ της τις δικαστικές εκκρεμότητες για τα αναδρομικά των συνταξιούχων και, µε δεδομένο ότι το κόστος μιας τέτοιας απόφασης θα επιβαρύνει όχι µόνο τον φετινό Προϋπολογισμό -που έχει ως «όπλο» το πακέτο του 1,2 δισ. ευρώ-, αλλά και τους επόμενους, είναι βέβαιο ότι θα απαιτηθεί προσυνεννόηση. Επιπλέον, διατυπώνεται και ο εκ των έσω αντίλογος, ότι οι συνταξιούχοι ήδη βλέπουν από αυτόν τον μήνα αυξήσεις 7,75% και, ως εκ τούτου, ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος θα πρέπει να διατεθεί για την ενίσχυση των εργαζομένων.