Η ύφεση επιταχύνθηκε, καθώς οι συνθήκες ζήτησης επιδεινώθηκαν και η παραγωγή μειώθηκε περαιτέρω.
Οι συνολικές νέες πωλήσεις μειώθηκαν απότομα, καθώς η ζήτηση από τους πελάτες του εξωτερικού συρρικνώθηκε επίσης με ταχύτερο ρυθμό, δεδομένου ότι το βάρος του υψηλότερου ενεργειακού κόστους είχε αρνητικό αντίκτυπο στις δαπάνες των πελατών του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Οι εταιρείες κατέγραψαν επιστροφή στη δημιουργία θέσεων εργασίας τον Δεκέμβριο, ενώ ταυτόχρονα οι προσδοκίες σχετικά με την παραγωγή κατά το επόμενο έτος ενισχύθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, η πίεση στην παραγωγική ικανότητα υποχώρησε, λόγω των μειωμένων εισροών νέων παραγγελιών, καθώς ο όγκος των αδιεκπεραίωτων εργασιών μειώθηκε απότομα.
Εν τω μεταξύ, οι πληθωριστικές πιέσεις εξασθένησαν. Σύμφωνα με αναφορές, οι χαμηλότερες τιμές ορισμένων εισροών μετακυλίστηκαν στους πελάτες, καθώς η επιβάρυνση κόστους και οι τιμές πώλησης αυξήθηκαν με βραδύτερους ρυθμούς.
Ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της S&P Global για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI®) έκλεισε στις 47.2 μονάδες τον Δεκέμβριο, χαμηλότερα από τις 48.4 μονάδες του Νοεμβρίου. Τα τελευταία στοιχεία υπέδειξαν σταθερή και ταχύτερη επιδείνωση των λειτουργικών συνθηκών στις εταιρείες του ελληνικού μεταποιητικού τομέα. Η πτώση ήταν η ταχύτερη που έχει καταγραφεί σε διάστημα δύο ετών.
Η μείωση της παραγωγής κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου ήταν σε γενικές γραμμές σταθερή και με ρυθμό παρόμοιο με τον αντίστοιχο που παρατηρήθηκε τον Νοέμβριο. Η χαμηλότερη παραγωγή αποδόθηκε γενικότερα στη μείωση των εισροών νέων παραγγελιών και στην εξασθενημένη ζήτηση από την πλευρά των πελατών, λόγω των σημαντικών αυξήσεων του κόστους.
Η πτώση της παραγωγής προήλθε από την εντονότερη μείωση της ζήτησης από την πλευρά των πελατών.
Τα στοιχεία του Δεκεμβρίου υπέδειξαν τη δεύτερη ταχύτερη μείωση των νέων πωλήσεων σε διάστημα δύο ετών.
Σύμφωνα με αναφορές, οι επιπτώσεις του υψηλότερου ενεργειακού κόστους και των ευρύτερων πληθωριστικών πιέσεων επιβάρυναν τις δαπάνες των πελατών και επηρέασαν αρνητικά τις συνθήκες ζήτησης.
Αντίστοιχα, οι νέες εξαγωγές μειώθηκαν απότομα. Η συρρίκνωση της ζήτησης από την πλευρά των πελατών του εξωτερικού ήταν μεταξύ των ταχύτερων που έχουν καταγραφεί από τον Ιανουάριο του 2021.
Οι πληθωριστικές πιέσεις σε όλο το εύρος του ελληνικού μεταποιητικού τομέα υποχώρησαν σημαντικά στο τέλος του έτους. Οι ρυθμοί αύξησης των τιμών εισροών και των χρεώσεων εκροών εξασθένησαν στους βραδύτερους που έχουν καταγραφεί από τον Νοέμβριο του 2020 και τον Φεβρουάριο του 2021 αντίστοιχα. Παρότι οι αυξήσεις του κόστους εισροών παραμένουν σημαντικές και πάνω από τον μέσο όρο της έρευνας, σύμφωνα με αναφορές, οι εταιρείες ανταποκρίθηκαν στη σχετική συγκράτηση στις εν λόγω αυξήσεις, προσφέροντας μειωμένες τιμές στους πελάτες τους, στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν τις νέες παραγγελίες.
Στην ασθενέστερη αύξηση της επιβάρυνσης κόστους συνέβαλε η μείωση της ζήτησης για εισροές. Τα στοιχεία του Δεκεμβρίου υπέδειξαν έντονη και ταχύτερη μείωση της αγοραστικής δραστηριότητας, καθώς οι εταιρείες επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν τα αποθέματα για να υποστηρίξουν την παραγωγή και να ανταπεξέλθουν στις πωλήσεις. Ως εκ τούτου, τα αποθέματα τόσο των εισροών όσο και των τελικών προϊόντων συρρικνώθηκαν με δριμύτερους ρυθμούς.
Η μειωμένη ζήτηση για εισροές αποδυνάμωσε επίσης την πίεση στην παραγωγική ικανότητα των προμηθευτών και στις αλυσίδες εφοδιασμού.
Η απόδοση των προμηθευτών εξακολούθησε να μειώνεται, ωστόσο στον λιγότερο σημαντικό βαθμό που έχει καταγραφεί στην τρέχουσα περίοδο των 35 μηνών συνεχούς επιδείνωσης.
Οι εταιρείες του ελληνικού μεταποιητικού τομέα κατέγραψαν νέα αύξηση της απασχόλησης στο τέλος του τέταρτου τριμήνου. Ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιούλιο, μολονότι μόνο οριακά. Στις περιπτώσεις που αναφέρθηκε δημιουργία θέσεων εργασίας, αυτή συνδέθηκε με την πρόσληψη εξειδικευμένων εργαζομένων.
Παρ’ όλα αυτά, η πίεση στην παραγωγική ικανότητα του μεταποιητικού τομέα μειώθηκε περαιτέρω τον Δεκέμβριο. Ο όγκος αδιεκπεραίωτων εργασιών μειώθηκε απότομα και με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα μόλις μεγαλύτερο των δύο ετών.
Ταυτόχρονα, οι Έλληνες κατασκευαστές κατέγραψαν εντονότερες προσδοκίες σχετικά με την παραγωγή κατά το επόμενο έτος. Ο βαθμός εμπιστοσύνης ανήλθε στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από τον Μάιο, λόγω των ελπίδων για μεγαλύτερη ζήτηση από την πλευρά των πελατών και για αυξημένες επενδύσεις
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας, η Siân Jones, οικονομολόγος στην S&P Global Market Intelligence, είπε:
«Τα στοιχεία του Δεκεμβρίου υπέδειξαν ένα απογοητευτικό τέλος του 2022 για τους Έλληνες κατασκευαστές, καθώς οι συρρικνώσεις της παραγωγής και των νέων παραγγελιών απέκτησαν δυναμική. Η ζήτηση από την πλευρά των πελατών του εσωτερικού και του εξωτερικού αποδυναμώθηκε περαιτέρω από
την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους και την ευρείας κλίμακας οικονομική αβεβαιότητα.
Παρ’ όλα αυτά, οι εταιρείες δεν αποθαρρύνθηκαν ιδιαίτερα από την επιδείνωση των λειτουργικών συνθηκών. Οι προσδοκίες ως προς την παραγωγή κατά το επόμενο έτος ενισχύθηκαν χάρη στις ελπίδες για ανάκαμψη της ζήτησης και των επενδύσεων μέχρι το τέλος του 2023, και για επιστροφή των επιπέδων απασχόλησης σε επίπεδα ανάπτυξης, μολονότι σε μεγάλο βαθμό για εξειδικευμένες θέσεις εργασίας.
Οι υψηλότεροι από τον μέσο όρο ρυθμοί αύξησης διατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου, παρότι οι αυξήσεις των τιμών εισροών και των χρεώσεων εκροών μετριάστηκαν σημαντικά.
Ιδιαίτερα οι αυξήσεις των τιμών πώλησης ήταν αισθητά υψηλότερες από τη γενική τάση που επικρατεί στην έρευνα. Οι αυξημένες πληθωριστικές πιέσεις είναι πιθανόν να εξασκήσουν περαιτέρω πίεση στις δαπάνες των πελατών όσο βαδίζουμε στο 2023.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις μας, η βιομηχανική παραγωγή αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 1,6% το 2023, καθώς οι δύσκολες συνθήκες παγκόσμιας ζήτησης συνεχίζονται.»