Μπορεί να βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή του καλοκαιριού, ωστόσο ο σχεδιασμός για το δεύτερο εξάμηνο, και κυρίως για την επόμενη χρονιά, έχει ήδη ξεκινήσει.
Όπως όλα δείχνουν, στις 10 Σεπτεμβρίου, κόβοντας την κορδέλα της 86ης ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός θα είναι σε θέση να ανακοινώσει ένα «πακέτο» τουλάχιστον 3,2 δισ. ευρώ, ανεξαρτήτως αν οι κάλπες στηθούν το φθινόπωρο ή την άνοιξη του 2023.
Θα ήταν αφελής κανείς αν πίστευε ότι υπό τις παρούσες συνθήκες ακραίας αβεβαιότητας δεν θα υπάρξουν άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις τους επόμενους μήνες. Ήδη, η Ευρώπη ετοιμάζεται για έναν πολύ δύσκολο ενεργειακά χειμώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα βρεθούν πιθανότατα αντιμέτωπα όχι μόνο με υψηλές τιμές καυσίμων, αλλά και με προβλήματα ομαλού εφοδιασμού. Τα μοντέλα δείχνουν ότι σε ορίζοντα 12μήνου η τιμή του φυσικού αερίου θα «παίζει» στα 195 ευρώ και του πετρελαίου γύρω στα 130 δολάρια. Αυτό ακριβώς θα είναι το πρώτο πεδίο των ανακοινώσεων που θα γίνουν τον Σεπτέμβριο.
Τα έως τώρα στοιχεία από τον τουρισμό δικαιώνουν όσους μιλούσαν νωρίς-νωρίς για υπερεισπράξεις. Παρά το ότι η «πίτα» δεν θα μοιραστεί αναλογικά -κι αυτό θα δημιουργήσει θέμα για επιχειρήσεις του κλάδου σε περιοχές με χαμηλότερη επισκεψιμότητα-, υπολογίζεται ότι στο κλείσιμο της φετινής σεζόν θα έχει γίνει τζίρος τουλάχιστον 4 δισ. ευρώ παραπάνω από τις προβλέψεις. Μόνο σε αυτόν τον τζίρο, τα έσοδα ΦΠΑ εκτιμάται ότι θα φτάσουν τουλάχιστον τα 600-700 εκατ. ευρώ. Αν βάλει, δε, κανείς στην εξίσωση το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα του τουρισμού στο σύνολο της οικονομίας, τα υπερέσοδα ΦΠΑ θα μπορούσαν να είναι και διπλάσια, δηλαδή να φτάσουν τα 1,2 δισ. ευρώ. Κι αυτό το «πακέτο» θα «ξεκλειδώσει» τα μέτρα στήριξης του φθινοπώρου. Στο υπουργείο Οικονομικών δεν τρέφουν ψευδαισθήσεις ότι οι τιμές των καυσίμων με έναν… μαγικό τρόπο θα επιστρέψουν στα επίπεδα του περασμένου Ιανουαρίου.
Με αυτά τα δεδομένα, το «Fuel Pass 3» θα πρέπει θα θεωρείται δεδομένο, καλύπτοντας το τελευταίο τρίμηνο του έτους. Δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται, επίσης, η «Επιταγή ακρίβειας 2» για τους πιο αδύναμους, οι οποίοι εξακολουθούν να δέχονται ανατιμητικές πιέσεις. Δεν πρέπει να λησμονεί, άλλωστε, κανείς ότι το 35% των μηνιαίων δαπανών των πιο φτωχών νοικοκυριών απορροφάται ανελαστικά από αγορές ειδών διατροφής. Το ύψος αυτής της διπλής παρέμβασης απέναντι στην ακρίβεια υπολογίζεται σε 600-700 εκατ. ευρώ. Άγνωστος «Χ» παραμένει το κόστος του Προϋπολογισμού για τη χρηματοδότηση του νέου Μηχανισμού για το ρεύμα. Αν αυτό ξεπεράσει τα προϋπολογισμένα 150 εκατ. ευρώ ανά μήνα, τότε θα αξιοποιηθούν τα φοροέσοδα από τις τουριστικές υπερεισπράξεις.
Η ενίσχυση των εισοδημάτων δεν θα λάβει μόνο επιδοματική μορφή. Είναι ειλημμένη η απόφαση για κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και σε δημοσίους υπαλλήλους – συνταξιούχους. Οι συζητήσεις με τους θεσμούς έχουν γίνει και όλα θα κριθούν από τον δημοσιονομικό χώρο που θα δημιουργηθεί το 2023. Πεποίθηση του οικονομικού επιτελείου είναι ότι, παρά το ρευστό οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία μπορεί να υπεραποδώσει, όπως το 2021, και το 2022. Άλλωστε, το κόστος της παρέμβασης δεν είναι απαγορευτικό, αφού υπολογίζεται σε περίπου 450 εκατ. ευρώ. Βάζοντας στην εξίσωση και την κατάργηση της εισφοράς στον ιδιωτικό τομέα, όπως επίσης τη μονιμοποίηση των μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών, το «πακέτο» ξεπερνά τα 2 δισ. ευρώ. Δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστήριζε κανείς ότι στο επίκεντρο αυτής της ΔΕΘ θα είναι οι συνταξιούχοι.
Πέρα από τα μέτρα για την εκκαθάριση-ρεκόρ των εκκρεμών αιτήσεων και την επιτάχυνση της απονομής στις νέες αιτήσεις, πέρα από την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, που ευνοεί συνταξιούχους άνω των 1.000 ευρώ, έρχεται η ώρα για την πρώτη αύξηση συντάξεων έπειτα από 12 ολόκληρα χρόνια. Σύμφωνα με τον Νόμο Βρούτση του 2020, από το 2023 θα «τρέξουν» αυξήσεις συντάξεων, στο 50% του αθροίσματος πληθωρισμού και ΑΕΠ, και, όπως τονίζουν από το υπουργείο Οικονομικών, «ο νόμος θα εφαρμοστεί». Με ρυθμούς ανάπτυξης 3-3,5% και πληθωρισμό 6-6,5%, το ποσοστό αύξησης θα διαμορφωθεί γύρω στο 5%. Ακόμη δεν έχει αποφασιστεί αν η αύξηση θα είναι οριζόντια ή κλιμακωτή, ώστε να ενισχυθούν περισσότερο οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι περίπου 900.000 παλιοί και νέοι συνταξιούχοι θα δουν διαφορά στο πορτοφόλι τους, ενώ οι υπόλοιποι θα μειώσουν την προσωπική διαφορά του επανυπολογισμού και θα έρθουν πιο κοντά στις πραγματικές αυξήσεις. Το κόστος του μέτρου υπολογίζεται σε 400-450 εκατ. ευρώ και έχει ήδη ενσωματωθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας.