Quantcast

«Ο κίνδυνος του πληθωρισµού και η νοµισµατική πολιτική της ΕΚΤ», άρθρο του Γιάννη Στουρνάρα στα Παραπολιτικά

Η διατήρηση των επιτοκίων σε περιοριστικά επίπεδα θα µειώσει µε την πάροδο του χρόνου τον πληθωρισµό

Από τον Ιούλιο του 2022 και έπειτα το ∆ιοικητικό Συµβούλιο της ΕΚΤ προέβη σε διαδοχικές αυξήσεις των βασικών επιτοκίων, ώστε η κατεύθυνση της νοµισµατικής πολιτικής του Ευρωσυστήµατος να µεταστραφεί από εξαιρετικά διευκολυντική στην κατεύθυνση που απαιτείται, προκειµένου ο ρυθµός πληθωρισµού στη ζώνη του ευρώ να επανέλθει γρήγορα στον µεσοπρόθεσµο στόχο του 2%.

Το ∆ιοικητικό Συµβούλιο της ΕΚΤ έχει τονίσει ότι τα επιτόκια θα πρέπει ακόµη να αυξηθούν σηµαντικά µε σταθερό ρυθµό προκειµένου να διαµορφωθούν σε επίπεδα που είναι επαρκώς περιοριστικά, για να διασφαλιστεί η έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισµού στον µεσοπρόθεσµο στόχο του 2%. Η διατήρηση των επιτοκίων σε περιοριστικά επίπεδα θα µειώσει µε την πάροδο του χρόνου τον πληθωρισµό, περιορίζοντας τη ζήτηση, και θα αποτρέψει επίσης τον κίνδυνο επίµονης µετατόπισης προς τα πάνω των προσδοκιών για τον πληθωρισµό.

Ειδικότερα, στη συνεδρίαση του Ιουλίου 2022 το ∆ιοικητικό Συµβούλιο της ΕΚΤ αύξησε τα βασικά επιτόκια κατά 50 µονάδες βάσης. Η αύξηση ήταν µεγαλύτερη από ό,τι είχε προαναγγελθεί τον προηγούµενο µήνα, δεδοµένης της αναθεώρησης επί τα χείρω των προοπτικών για τον πληθωρισµό. Επίσης, ανακοινώθηκε ότι στο εξής η πιθανή πορεία των βασικών επιτοκίων δεν θα προδιαγράφεται µε την παροχή συναφών καθοδηγητικών ενδείξεων από το ∆ιοικητικό Συµβούλιο της ΕΚΤ. Οι σχετικές αποφάσεις θα λαµβάνονται µε βάση τις πληροφορίες και τα οικονοµικά στοιχεία που θα συγκεντρώνονται µε ορίζοντα την επόµενη συνεδρίαση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, οπότε θα επαναξιολογείται η κατάσταση της οικονοµίας της ευρωζώνης και ειδικότερα οι προοπτικές του πληθωρισµού. Στις συνεδριάσεις του Σεπτεµβρίου και του Οκτωβρίου το ∆ιοικητικό Συµβούλιο αποφάσισε νέες αυξήσεις των βασικών επιτοκίων κατά 75 µονάδες βάσης κάθε φορά, ενώ στην πλέον πρόσφατη συνεδρίαση, αυτή του ∆εκεµβρίουαύξησε τα βασικά επιτόκια κατά 50 µονάδες βάσης.

Η διατήρηση των επιτοκίων σε περιοριστικά επίπεδα θα µειώσει µε την πάροδο του χρόνου τον πληθωρισµό, περιορίζοντας τη ζήτηση, και θα αποτρέψει επίσης τον κίνδυνο επίµονης µετατόπισης προς τα πάνω των προσδοκιών για τον πληθωρισµό

Το ∆ιοικητικό Συµβούλιο της ΕΚΤ σηµείωσε ότι οι προοπτικές του πληθωρισµού υπόκεινται σε ανοδικούς κινδύνους. Οι κίνδυνοι αυτοί θα υλοποιηθούν βραχυπρόθεσµα εάν υπάρξει περαιτέρω περιορισµός της προσφοράς ενέργειας και αύξηση των λιανικών τιµών της. Μεσοπρόθεσµα οι κίνδυνοι όσον αφορά τις προοπτικές του πληθωρισµού είναι συνυφασµένοι µε τα ενδεχόµενα (α) συρρίκνωσης του παραγωγικού δυναµικού στη ζώνη του ευρώ, (β) αύξησης του προσδοκώµενου πληθωρισµού πάνω από τον στόχο του Ευρωσυστήµατος, (γ) µισθολογικών αυξήσεων πέραν των αναµενόµενων, (δ) περαιτέρω ανόδου των τιµών της ενέργειας και των τροφίµων, (ε) ενίσχυσης του βαθµού στον οποίο οι αυξήσεις των τιµών της ενέργειας και των τροφίµων µετακυλίονται στους τελικούς καταναλωτές. Από την άλλη πλευρά, εάν η συνολική ζήτηση και το κόστος της ενέργειας υποχωρήσουν, οι ανοδικές πιέσεις στις τιµές θα αµβλυνθούν µεσοπρόθεσµα.

Τον Ιούλιο του 2022 το ∆ιοικητικό Συµβούλιο της ΕΚΤ ανακοίνωσε την εγκαθίδρυση του Μέσου Προστασίας της Μετάδοσης (Τransmission Protection Instrument – ΤΡΙ) για την ενίσχυση της αποτελεσµατικότητας του µηχανισµού µετάδοσης της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής, έτσι ώστε οι µεταβολές της κατεύθυνσης της νοµισµατικής πολιτικής να µεταδίδονται οµοιόµορφα σε όλες τις οικονοµίες της ζώνης του ευρώ. Το µέσο αυτό θα ενεργοποιείται και το Ευρωσύστηµα θα αγοράζει στη δευτερογενή αγορά τίτλους του δηµόσιου τοµέα (µε εναποµένουσα διάρκεια από ένα έως δέκα έτη) κρατών-µελών που αντιµετωπίζουν άτακτες διακυµάνσεις στις χρηµατοπιστωτικές αγορές, που δεν είναι συµβατές µε τα οικονοµικά µεγέθη τους.

Οι αγορές τίτλων θα συνεχίζονται µέχρι να διαπιστωθεί διαρκής βελτίωση στη µετάδοση της νοµισµατικής πολιτικής, ενώ θα διακόπτονται εάν εξακριβωθεί ότι οι εντάσεις στις χρηµατοπιστωτικές αγορές συνδέονται µε τα θεµελιώδη οικονοµικά µεγέθη του κράτους-µέλους του οποίου οι τίτλοι αγοράζονται από το Ευρωσύστηµα. Το ΤΡΙ δεν θα πρέπει να επηρεάζει την κατεύθυνση της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής. Προς τούτο, οι σχετικές αγορές τίτλων θα διεξάγονται µε τέτοιο τρόπο ώστε να µην προκύπτει µόνιµη επίπτωση στο συνολικό µέγεθος του ισολογισµού του Ευρωσυστήµατος.

Στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου 2022 το ∆ιοικητικό Συµβούλιο της ΕΚΤ κατέστησε τους όρους αναχρηµατοδότησης µέσω των πράξεων TLTRO-III συνεπείς µε την υπό εξέλιξη οµαλοποίηση της κατεύθυνσης της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής µε γνώµονα τη σταθερότητα των τιµών. Ετσι διασφαλίζεται η οµαλή µετάδοση της πολιτικής επιτοκίων στις συνθήκες χρηµατοδότησης της οικονοµίας γενικότερα. Πιο συγκεκριµένα, επιδιώκεται να προσφερθούν κίνητρα στις τράπεζες ώστε να µειώσουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα και, ως αποτέλεσµα, να ενισχυθεί η µετακύλιση των αυξήσεων των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ στους όρους τραπεζικών χορηγήσεων στη ζώνη του ευρώ, µε στόχο την επίτευξη της σταθερότητας των τιµών µεσοπρόθεσµα.

Σε ό,τι αφορά το πρόγραµµα PEPP, το ∆ιοικητικό Συµβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράµµατος κατά τη λήξη τους τουλάχιστον µέχρι το τέλος του 2024

Τον ∆εκέµβριο του 2022 το ∆ιοικητικό Συµβούλιο ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράµµατος APP κατά τη λήξη τους µέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου 2023. Στη συνέχεια, το χαρτοφυλάκιο του προγράµµατος APP θα µειωθεί µε προσεκτικό και προβλέψιµο ρυθµό, καθώς το Ευρωσύστηµα δεν θα επανεπενδύει όλα τα ποσά από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους. Η µείωση θα διαµορφωθεί σε 15 δισ. ευρώ µηνιαίως κατά µέσο όρο µέχρι το τέλος του β’ τριµήνου του 2023 και στη συνέχεια ο ρυθµός της θα καθορίζεται µε την πάροδο του χρόνου.

Τέλος, σε ό,τι αφορά το πρόγραµµα PEPP, το ∆ιοικητικό Συµβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράµµατος κατά τη λήξη τους τουλάχιστον µέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η µελλοντική σταδιακή µείωση (roll-off ) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθµιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεµβολές στην ενδεδειγµένη κατεύθυνση της νοµισµατικής πολιτικής. Το ∆ιοικητικό Συµβούλιο θα συνεχίσει να εφαρµόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, µε σκοπό αυτό το εργαλείο να αποτελεί την πρώτη «γραµµή άµυνας», ώστε να αντιµετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον µηχανισµό µετάδοσης της νοµισµατικής πολιτικής που σχετίζονται µε την πανδηµία.