ΕΛΣΤΑΤ: Στο 194,5% του ΑΕΠ το χρέος το 2021 – Στα 359,1 δισ. το β’ τρίμηνο του 2022

Σύμφωνα με τον νέο απολογισμό για τα δημοσιονομικά στοιχεία των ετών 2018-2021

Χαμηλότερο από το 2020 (206,3%) και οριακά υψηλότερο από όσο υπολογιζόταν τον περασμένο Απρίλιο, ήταν το χρέος το 2021, στο 195,5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον νέο απολογισμό για τα δημοσιονομικά στοιχεία των ετών 2018-2021, που απέστειλε στην Eurostat η ΕΛΣΤΑΤ.

 

Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με πάντα με την ΕΛΣΤΑΤ, το δημόσιο χρέος αναρριχήθηκε στα 359,1 δισ. ευρώ το 2ο τρίμηνο του 2022, έναντι 357,6 δισ. το πρώτο.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την πρώτη δημοσιοποίηση (Απρίλιος 2022) το έλλειμμα είχε εκτιμηθεί σε 7,4% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 193,3% του ΑΕΠ. Οι αναθεωρήσεις στη δεύτερη δημοσιοποίηση οφείλονται κυρίως σε επικαιροποιημένα στοιχεία, σε μεθοδολογικές αλλαγές στην ταξινόμηση κάποιων ειδικών συναλλαγών και στην αναθεώρηση του ΑΕΠ. Η μεταβολή του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στην αναθεώρηση του ΑΕΠ.

Την ίδια ώρα, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης για το έτος 2021, σύμφωνα με το ESA 2010, εκτιμάται στα 13,6 δισ. ευρώ (7,5% επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος), σύμφωνα με την επικαιροποίηση των δημοσιονομικών δεδομένων από την ΕΛΣΤΑΤ.

Παράλληλα, το ΑΕΠ εκτιμάται σε 181,675 δισ. ευρώ.

Όπως επισημαίνεται από την ΕΛΣΤΑΤ, η μέτρηση του πρωτογενούς ισοζυγίου όπως καθορίζεται στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής για την Ελλάδα δεν υπολογίζεται από τη Στατιστική Αρχή και δεν εμφανίζεται στο δελτίο Τύπου. Κατά τη μέτρηση του πρωτογενούς ισοζυγίου στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, μια σειρά από δαπάνες και έσοδα αντιμετωπίζονται διαφορετικά από ό,τι αντιμετωπίζονται κατά την κατάρτιση των δημοσιονομικών στοιχείων για τους σκοπούς της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία που αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής περιλαμβάνουν τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, συναλλαγές για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τα έσοδα από μεταφορές ποσών που συνδέονται με εισοδήματα των εθνικών κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης, τα οποία προέρχονται από την κατοχή ελληνικών κρατικών ομολόγων στα επενδυτικά χαρτοφυλάκιά τους.