Στα 17.037,48 ευρώ ανήλθε το 2021 η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές (1.419,79 το μήνα), καταγράφοντας αύξηση σε τρέχουσες τιμές 6,6% και σε σταθερές τιμές 1,4%, σε σχέση με το έτος 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Όπως έδειξε η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ:
-Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.297 ευρώ το μήνα.
-Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 18,9% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο.
-Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58,1% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 36,3%.
-Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην Περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 19.687,92 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 12.236,64 ευρώ.
-Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2021 εμφανίζεται μειωμένη κατά 33,0% σε σύγκριση με το 2008.
Η συνολική ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών (αγορές), για το έτος 2021, ανήλθε στα 69.402.651,82 χιλιάδες ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 6,5% σε σύγκριση με το έτος 2020.
Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, κατά το έτος 2020, ανήλθε σε 17.037,48 ευρώ (1.419,79 το μήνα), καταγράφοντας ετήσια αύξηση 6,6% (1.055,52 ευρώ) σε σχέση με το 2020. Σε πραγματικούς όρους, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ποσοστό 1,4% ή 240,48 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του έτους 2020 (5,1%).
Η μέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτομο, το 2021, ανήλθε στα 6.669,00 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 6,6% ( 413,40 ευρώ ετησίως) σε σύγκριση με το 2020.
Σε τρόφιμα και ποτά οι περισσότερες δαπάνες
Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά:
o στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (22,0%),
o στη στέγαση (14,7%) και
o στις μεταφορές (12,7%),
ενώ το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,4%) αντιστοιχεί στις υπηρεσίες εκπαίδευσης.
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση δαπανών των νοικοκυριών, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2020), παρουσιάζεται σε:
o εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία (18,6%),
o αναψυχή και πολιτισμό (15,1%),
o είδη ένδυσης και υπόδησης (14,6%),
ενώ η μικρότερη ποσοστιαία αύξηση παρουσιάζεται στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (1,3%).
Μείωση παρουσιάστηκε μόνο στις υπηρεσίες εκπαίδευσης (-3,8%).
Η μεγαλύτερη θετική μεταβολή στην ποσοστιαία συμμετοχή των διαφόρων δαπανών σε σταθερές τιμές 2021, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα του έτους 2020, παρατηρείται στα εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία (1,1 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ η μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση συμμετοχής στη στέγαση (-2,4 ποσοστιαίες μονάδες)
Όσον αφορά στις δαπάνες για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2020), αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), παρατηρείται στα παρακάτω είδη:
o καφές, τσάι και κακάο (8,2%),
o λοιπά είδη διατροφής (4,6%),
o φρούτα (3,9%),
o γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (3,8%),
o λαχανικά (2,9%),
o ψάρια (2,0%),
o κρέας (1,2%),
ενώ μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), παρατηρείται στα παρακάτω είδη:
o έλαια και λίπη (-6,7%),
o ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι, σιρόπια, σοκολάτα (-6,1%) και,
o μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμοί φρούτων και λαχανικών (-0,9%).
Υψηλότερες δαπάνες σε αστικά κέντρα
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.105,47 ευρώ το μήνα, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.514,96 ευρώ.
Επομένως, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά μέσο όρο, 27,0% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν στην Περιφέρεια Αττικής δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 115,6% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της Χώρας, ενώ αυτά που διαμένουν στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος το 71,8% αυτής.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν στην Περιφέρεια Αττικής αύξησαν τις δαπάνες τους, κατά μέσο όρο, κατά 7,0%, ενώ αυτά που διαμένουν στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας κατά 3,2%.