Ακραία φτώχεια: Πώς η ανθρωπότητα κατάφερε να τη μειώσει κατά δύο τρίτα την παγκόσμια μάστιγα

Από το 1990 μέχρι το 2015, το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που ζούσε κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας μειώθηκε από το 36% στο 12%

«Σχεδόν ανέφικτα επίπεδα φτώχειας». Έτσι περιέγραψε την κατάσταση που επικρατούσε στα απομονωμένα χωριά της νότιας Κίνας τη δεκαετία του ’90 ο Άλαν Πιάτσα, οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Οι κάτοικοι της περιοχής Νινγκξιά ζούσαν σε υπόγειες κατοικίες που είχαν δημιουργήσει σκάβοντας στην άμμο της ερήμου. Δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε καθαρό νερό, ενώ η γη είχε διαβρωθεί από τη βοσκή των αιγοπροβάτων. Τα ήδη χέρσα χώματα είχαν μετατραπεί σε «σεληνιακό τοπίο». Οι ηγέτες των χωριών συνόδευσαν τον Πιάτσα στα σπίτια οικογενειών που δεν είχαν πια ούτε έναν κόκκο καλαμποκιού, μήνες πριν την επόμενη σοδειά τους.

Ο Πιάτσα θεώρησε ότι η βελτίωση αυτών των συνθηκών θα ήταν αδύνατη.

Όμως όταν επισκέφθηκε ξανά την ίδια περιοχή το 2016, συγκινήθηκε από τη μεταμόρφωσή της. Οι οικογένειες ζούσαν πια σε σπίτια από τούβλα, με πρόσβαση σε ρεύμα και πόσιμο νερό. Σχεδόν κάθε παιδί φοιτούσε στο δημοτικό σχολείο. Η γη ήταν καλυμμένη από χαμηλή βλάστηση, μετά την απόφαση της κυβέρνησης να πληρώσει τους βοσκούς για να μην αφήνουν τα ζώα τους να την καταστρέψουν.

 

Το 1990, αναφέρουν οι Times της Νέας Υόρκης, περίπου το 36% του παγκόσμιου πληθυσμού – και σχεδόν οι μισοί κάτοικοι των αναπτυσσόμενων χωρών – επιβίωναν με λιγότερα από $1,25 την ημέρα. Πλέον, έχουν φτάσει στα $1,90. Το 2000, τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ δεσμεύτηκαν να περιορίσουν την ακραία φτώχεια σε όλο τον κόσμο, και συγκεκριμένα να μειώσουν στο μισό το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει σε τέτοιες συνθήκες, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, μέχρι το 2015.

Και τα κατάφεραν.

Μέχρι το 2015, το ποσοστό των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας μειώθηκε στο 12% σε σχέση με το 36% το 1990 – μια τρομερή απόκλιση, λαμβάνοντας υπόψη ότι μιλάμε για διάστημα μόλις δυόμισι δεκαετιών. Μέσα σε μια μόνο γενιά, περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ξέφυγαν από την ακραία φτώχεια. Πολλοί περισσότεροι σε σχέση με το αρχικό στόχο.

Πώς συνέβη αυτό;

Υπήρξαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, καθώς επίσης και διαγραφή χρεών. Η τελευταία, επέτρεψε σε αναπτυσσόμενα κράτη να διοχετεύσουν τους πόρους τους στην εκπαίδευση και την υγεία, αντί να αποπληρώνουν τους δανειστές τους. Όμως αυτά τα μέτρα αποτελούν μικρό μέρος της αιτίας.

Μπορεί η φτώχεια να μειώθηκε σε όλο τον κόσμο, όμως η απόκλιση είναι πιο εντυπωσιακή στην Κίνα και στην Ινδία, που συμβαίνει να είναι και οι πολυπληθέστερες χώρες του πλανήτη. Η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, μέσα από μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν το εμπόριο και την αύξηση της αγροτικής παραγωγής, έδωσαν στην κυβέρνηση τα μέσα περιορισμού της φτώχειας.

Η κυβέρνηση προσέφερε δωρεάν πρωτοβάθμια εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά, ενώ ταυτόχρονα χρηματοδότησε σημαντικά κατασκευαστικά έργα για να μεταφέρει το ηλεκτρικό ρεύμα και το πόσιμο νερό στις περιοχές της επαρχίας. Άνθρωποι μετακινήθηκαν – εκόντες άκοντες – από την ενδοχώρα προς τις παράκτιες πόλεις, όπου εργάστηκαν σε εργοστάσια, στέλνοντας εμβάσματα στις οικογένειές τους. Συνολικά, τα προγράμματα που χρηματοδότησε το κράτος είχαν ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου ανθρώπων από τις ερήμους στα νεόδμητα χωριά, που ήταν σε μικρότερη απόσταση από τα οδικά δίκτυα και το πόσιμο νερό.

Το ΑΕΠ της Κίνας αυξανόταν κατά 9,5% κάθε χρόνο επί 40 χρόνια, μια εξέλιξη που η Παγκόσμια Τράπεζα αποκάλεσε «την ταχύτερη βιώσιμη ανάπτυξη μιας σημαντικής οικονομίας στην ιστορία». Φυσικά, αυτή η ανάπτυξη δεν ήταν εξίσου βιώσιμη για το περιβάλλον, αλλά όπως σημειώνουν οι Times, αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

«Όταν τα κράτη βιώνουν βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη, βλέπεις την απόλυτη φτώχεια να περιορίζεται», εξηγεί στους Times ο Τσαρλς Κένι, ερευνητής του Κέντρου για την Παγκόσμια Ανάπτυξη, μια μη κερδοσκοπική δεξαμενή σκέψης. «Είναι ό,τι πιο κοντινό διαθέτουμε σε νόμο με καθολική εφαρμογή».

Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι μόλις το 0,3% του πληθυσμού της επαρχιακής Κίνας επιβιώνει με λιγότερα από $1,90 ανά ημέρα.

«Πρόκειται για τεράστιο κατόρθωμα», αναγνωρίζει ο Νινγκ Ζου, οικονομολόγος του Ινστιτούτου Ανώτερων Οικονομικών της Σαγκάης. «Φυσικά, ως οικονομολόγοι, πάντα ανησυχούμε για τη βιωσιμότητα».

Μεγάλο μέρος της επιτυχίας της Κίνας συνδέεται με τις μετακινήσεις κεφαλαίων από τον δημόσιο προς τον ιδιωτικό τομέα, υποστηρίζει ο Ζου, όμως η πανδημία του κοροναϊού και το αυξανόμενο χρέος της Κίνας, ενδέχεται να σημαίνει ότι η χώρα δεν μπορεί να συνεχίσει να στηρίζεται στην παραπαίουσα πια οικονομική της ανάπτυξη.

Η ιστορία της Κίνας είναι μοναδική, όμως η φτώχεια μειώνεται σε όλο τον πλανήτη.

Το Μεξικό και η Βραζιλία κατάφεραν να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής δίνοντας χρήματα στους φτωχούς και απαιτώντας ως αντάλλαγμα μόνο τακτικούς ιατρικούς ελέγχους και τη σταθερή φοίτηση των παιδιών στο σχολείο. Αντίστοιχα προγράμματα δοκιμάστηκαν και σε δεκάδες ακόμη χώρες. Αν και αυτές οι πρωτοβουλίες δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με προγράμματα όπως τα σχολικά γεύματα και τα κοινωνικά επιδόματα, μπορούν να έχουν σημαντικές επιδράσεις. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι τα προγράμματα που λειτουργούν ως κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας οφείλονται για το 36% της παγκόσμιας μείωσης της ακραίας φτώχειας.

Και δεν πρόκειται για προγράμματα που αφορούν μόνο τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Στις ΗΠΑ, τα κοινωνικά επιδόματα που δόθηκαν στους πολίτες στη διάρκεια της πανδημίας, οδήγησαν τη φτώχεια στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί ποτέ στο εσωτερικό της ισχυρότερης οικονομίας του πλανήτη.

Δεν είναι, όμως, χαμηλός ο πήχης των $1,90;

Το όριο της ακραίας φτώχειας έχει οριστεί από την Παγκόσμια Τράπεζα για να παρακολουθεί τις τάσεις μεταξύ των φτωχότερων ανθρώπων στις φτωχότερες χώρες. Πάνω από αυτό το όριο, βρίσκονται κατηγορίες που παραμένουν πολύ φτωχές. Σχεδόν ο μισός πλανήτης – ή 3,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι – επιβιώνει με λιγότερα από $5,50 την ημέρα, ποσό που μόλις και μετά βίας αρκεί για την κάλυψη των βασικών αναγκών σε πολλές χώρες. Στην Κίνα, παρά την πρόοδο που έχει σημειώσει, περίπου 92 εκατ. άνθρωποι που ζουν στα αστικά κέντρα εξακολουθούν να μην έχουν στη διάθεσή τους αυτό το ποσό.

Η πανδημία έδειξε επίσης πόσο εύθραυστη μπορεί να είναι αυτή η βελτίωση των συνθηκών. Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, προειδοποίησε ότι η ακραία φτώχεια αυξήθηκε πέρσι για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες εξαιτίας του κοροναϊού, διευρύνοντας τις ανισότητες ανάμεσα στα πλούσια και στα φτωχά κράτη.

Ο Κένι υποστηρίζει ότι μετατοπίζεται από την ευδαιμονία στην απελπισία και πάλι πίσω εξαιτίας της προόδου στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Το γεγονός ότι τόσο μεγάλο μέρος του πλανήτη έχει ξεφύγει πια από την απόλυτη φτώχεια είναι ένα κατόρθωμα άνευ προηγουμένου, λέει στους Times. Όμως τα οφέλη που έφερε μοιράζονται εξοργιστικά ανισότιμα.

«Ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα», καταλήγει.