Quantcast

Remdesivir: Ο Φαούτσι αναγνωρίζει τον ρόλο της Ελλάδας στις κλινικές δοκιμές

ΑΝΑΡΡΩΣΑΝ ΑΠΟ ΚΟΡΩΝΟΪΟ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ ΠΗΡΑΝ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ

Ανάρρωσαν από κορωνοϊό ασθενείς που πήραν το φάρμακο – Οι Αμερικανοί επιστήμονες είναι αισιόδοξοι και μάλιστα το φάρμακο αναμένεται να λάβει κατεπείγουσα έγκριση από FDA.

Τον ρόλο της Ελλάδας στη διεθνή προσπάθεια για την εξεύρεση θεραπείας εναντίον του κορωνοϊού, αναγνώρισε ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος των ΗΠΑ, δρ. Άντονι Φαούτσι. Κατά τη διάρκεια ενημέρωσης που έκανε στο Οβάλ Γραφείο, ο κ. Φαούτσι αναφέρθηκε στα υποσχόμενα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών για τη ρεμδεσιβίρη, λέγοντας ότι οι συγκεκριμένες δοκιμές «ανοίγουν τον δρόμο» για μια πιθανή θεραπεία έναντι του ιού.

«Ήταν μια διεθνής δοκιμή, η οποία έγινε σε πολλά ερευνητικά κέντρα, τα οποία δεν βρίσκονταν μόνο στις ΗΠΑ, αλλά σε διάφορες χώρες σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, της Δανίας, της Ισπανίας, της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με αμερικανικά δημοσιεύματα η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ ενδέχεται να ανακοινώσει πολύ σύντομα ότι παρέχει κατεπείγουσα έγκριση για τη χορήγηση ρεμδεσιβίρης σε ασθενείς που πάσχουν από κορωνοϊό.

Ανάρρωσαν από κορωνοϊό ασθενείς που πήραν το φάρμακο

Σε ταχύτερη ανάρρρωση και καλύτερο κλινικό αποτέλεσμα συντελεί η ρεμντεσιβίρη, το πειραματικό αντι-ιϊκό φάρμακο της εταιρείας Gilead Sciences σύμφωνα με τα αποτελέσματα δύο νέων μελετών που είδαν το φως της δημοσιότητας χθες Τετάρτη. Στην πρώτη περίπτωση, η ρεμντεσιβίρη χορηγήθηκε σε ασθενείς με σοβαρή νόσο COVID-19, σε δύο δοσολογικά σχήματα: για πέντε και για δέκα ημέρες. Και στις δύο μελέτες οι ασθενείς ανάρρωσαν ταχύτερα και στην πλειοψηφία τους πέτυχαν «κλινική ανάρρωση».  Η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ ενδέχεται να ανακοινώσει ακόμη και εντός της ημέρας ότι χορηγεί κατεπείγουσα έγκριση στο πειραματικό αντιιικό φάρμακο της εταιρείας Gilead Sciences για να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, ανέφερε η εφημερίδα New York Times, επικαλούμενη υψηλόβαθμο κυβερνητικό αξιωματούχο.

Συγκεκριμένα, τουλάχιστον το 52% των συμμετεχόντων που έλαβαν ένα εκ των δύο θεραπευτικών σχημάτων πήραν εξιτήριο από το νοσοκομείο μετά από 14 ημέρες θεραπείας και τουλάχιστον το 53% είχε πετύχει «κλινική ανάρρωση». Σύμφωνα με τον επικεφαλής Επιστημονικό Διευθυντή της Gilead Sciences, Δρ. Μερνταντ Παρσεϊ, η συγκεκριμένη μελέτη «αποδεικνύει τις δυνατότητες που έχει (η ρεμντεσιβίρη) για κάποιες περιπτώσεις ασθενών ώστε να λάβουν το σχήμα των πέντε ημερών, γεγονός που αυξάνει σημαντικά τον αριθμό των ασθενών που μπορούν να πάρουν τη ρεμντεσιβίρη βάσει της παραγωγικής ικανότητας την δεδομένη χρονική στιγμή».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Gilead Sciences ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο έχει αυξήσει κατά 30 φορές τη δυνατότητα παραγωγής του αντι-ιικού φαρμάκου. Επίσης έχει μειώσει τον χρόνο της εξαιρετικά πολυσύνθετης και χρονοβόρου διαδικασίας παραγωγής του από 12 σε 6 μήνες και δημιούργησε μια κοινοπραξία φαρμακευτικών και χημικών εταιρειών, προκειμένου να επιταχύνει περαιτέρω την παραγωγή. Στόχος όλων αυτών των ενεργειών είναι να είναι έτοιμες προς διάθεση θεραπείες για 1 εκατομμύριο ασθενείς μέχρι το τέλος του 2020.

Η δεύτερη μελέτη, που πραγματοποιείται από το Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργιολογίας και Μολυσματικών Νόσων (NIAID) των ΗΠΑ, έδειξε επίσης ότι η χορήγηση ρεμντεσιβίρης σε ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση λόγω σοβαρής νόσου COVID-19 πέτυχε τα πρωτεύοντα καταληκτικά σημεία, δηλαδή επιτάχυνε την ανάρρωσή τους. Περισσότερες λεπτομέρειες δεν έχουν γίνει προς το παρόν γνωστές από το NIAID.

Την ίδια στιγμή, άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet και πραγματοποιήθηκε στην Κίνα, αντικρούει τα καλά αποτελέσματα της ρεμντεσιβίρης στη νόσο COVID-19.  Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στα συμπεράσματα της έρευνας που έγινε το διάστημα 6 Φεβρουαρίου – 12 Μαρτίου σε δέκα νοσοκομεία της Ουχάν, «η φαρμακευτική αγωγή με ρεμντεσιβίρη δεν επιταχύνει τη θεραπεία, ούτε μειώνει τη θνητότητα της Covid-19 σε σύγκριση με το ψευδοφάρμακο».

Τα αποτελέσματα της μελέτης είχαν διαρρεύσει στον Τύπο στις 23 Απριλίου κατά λάθος. «Δυστυχώς, η δοκιμή μας έδειξε ότι μολονότι είναι ασφαλής και γίνεται καλά ανεκτή από τον οργανισμό, η ρεμντεσιβίρη δεν είχε σημαντικό όφελος σε σύγκριση με το ψευδοφάρμακο. Δεν ήταν το αποτέλεσμα που ελπίζαμε, αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν καταφέραμε να εντάξουμε (στην έρευνα) παρά μόνο 237 ασθενείς, αντί για 453 που ήταν ο στόχος, επειδή η επιδημία είχε τεθεί υπό έλεγχο στην Ουχάν», διευκρίνισε ο καθηγητής Μπιν Κάο, εκ των βασικών συγγραφέων της μελέτης.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτός ήταν και ο λόγος που η μελέτη σταμάτησε νωρίτερα απ’ ότι προβλεπόταν αρχικά. Και για αυτό χρειάζεται να γίνουν και άλλες μελέτες ώστε να καθοριστεί αν μια θεραπεία με υψηλότερες δόσεις ρεμντεσιβίρης ή σε συνδυασμό με άλλα αντι-ιϊκά φάρμακα θα ήταν πιο αποτελεσματική απέναντι στη νόσο.

Ο Δρ. Άνθονι Φάουτσι, Επιδημιολόγος και σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, σχολιάζοντας τα νεότερα επιστημονικά στοιχεία της μελέτης του NIAID είπε κατά την χθεσινή ενημέρωση των δημοσιογράφων στον Λευκό Οίκο ότι, «τα δεδομένα δείχνουν ότι η ρεμντεσιβίρη είχε σαφές, σημαντικό και θετικό αποτέλεσμα στη μείωση του χρόνου αποθεραπείας των ασθενών» και αυτό αποδεικνύει ότι «ένα φάρμακο μπορεί να αντιμετωπίσει τον ιό». Ενώ αναφερόμενος στην κινεζική μελέτη είπε ότι «δεν ήταν επαρκής». Λίγο νωρίτερα, είχε ερωτηθεί για το ίδιο θέμα ο Δρ. Μάικ Ράιαν, επικεφαλής του προγράμματος αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). «Δεν θα ήθελα να κάνω κάποιο συγκεκριμένο σχόλιο, επειδή δεν έχω διαβάσει αυτές τις δημοσιεύσεις λεπτομερώς», είπε, προσθέτοντας ότι κάποιες φορές χρειάζονται αρκετές μελέτες μέχρι να καθοριστεί η αποτελεσματικότητα κάποιου φαρμάκου.

«Σίγουρα, έχουμε τις τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές σε εξέλιξη, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στις ΗΠΑ, αλλά και τη μελέτη SOLIDARITY του ΠΟΥ. Η ρεμντεσιβίρη είναι ένα από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται σε πολλές από αυτές τις μελέτες. Γι’ αυτό πιστεύω ότι θα παρουσιαστούν πολλά περισσότερα δεδομένα. Αλλά ελπίζουμε ότι αυτό το φάρμακο αλλά και άλλα να αποδειχτούν χρήσιμα στη θεραπεία της COVID-19», κατέληξε.