Το νέο όπλο κατά της παχυσαρκίας προέκυψε από μια ευτυχή συγκυρία, όταν παρατηρήθηκε ότι ουσίες που προορίζονταν για διαβητικούς προκαλούσαν απώλεια βάρους.
Για την αντιμετώπιση του διαβήτη διέθεσε το 2017 η δανική φαρμακευτική εταιρεία Novo Nordisk στην αγορά, με την εμπορική ονομασία Ozempic, τη σεμαγλουτίδη, τον πρώτο αγωνιστή του υποδοχέα glp-1 που αναπτύχθηκε. Βλέποντας όμως πόσο πολλοί λήπτες έχασαν βάρος, ξεκίνησε σύντομα κλινικές δοκιμές προς αυτή την κατεύθυνση.
Στη διάρκεια μιας δοκιμής 40 εβδομάδων και αφού λάμβαναν σε ενέσιμη μορφή μία εβδομαδιαία δόση του 1mg, το ένα τρίτο των ασθενών έχασε περισσότερο από 10% του σωματικού του βάρους.
Μια δεύτερη δοκιμή, με χορήγηση μίας εβδομαδιαίας δόσης 2,4mg για 68 εβδομάδες, οδήγησε σε μια μέση απώλεια βάρους της τάξης του 15%. Αυτή τη δόση παρέχει το Wegovy, που έχει εγκριθεί ήδη από το 2021 τόσο από την αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) όσο και από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA).
Ενας αντίπαλος αγωνιστής του υποδοχέα glp-1, η τιρζεπατίδη, αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα από την αμερικανική Eli Lilly με την εμπορική ονομασία Mounjaro: στις κλινικές δοκιμές φάνηκε να οδηγεί κατά μέσο όρο σε απώλεια 20% του σωματικού βάρους. Προς το παρόν, τόσο το Mounjaro όσο και το Ozempic διατίθενται επισήμως ως θεραπευτική αγωγή ενηλίκων με μη επαρκώς ελεγχόμενο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Τα στοιχεία και οι συνέπειες
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Ομοσπονδία κατά της Παχυσαρκίας, ένα 14% των ανθρώπων άνω των πέντε χρόνων είναι σήμερα παχύσαρκοι και ένα 24% είναι υπέρβαροι. Μέχρι το 2035, ωστόσο, το αθροιστικό ποσοστό τους αναμένεται να φτάσει το 50%. Οι συνέπειες θα είναι βαρύτατες, καθώς η παχυσαρκία συνδέεται με πολλές σοβαρές ασθένειες: σύμφωνα με τις προβλέψεις, το ετήσιο κόστος του υπερβάλλοντος βάρους για την παγκόσμια οικονομία (συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, της απώλειας εργατοωρών λόγω ασθενειών αλλά και των πρόωρων θανάτων) μπορεί να φτάσει έως το 2035 στα τέσσερα τρισεκατομμύρια δολάρια, ένα 2,9% του παγκόσμιου ΑΕΠ, έναντι 2,2% το 2019. Η παχυσαρκία σκοτώνει εκατομμύρια ανθρώπους και κάνει πολύ περισσότερους να νοσούν. Αν συνυπολογίσει κανείς το στίγμα και την ντροπή που τη συνοδεύει, καταλαβαίνει τον ενθουσιασμό που έχουν προκαλέσει τα φάρμακα νέας γενιάς. Υπάρχουν όμως και τα «αλλά», οι αβεβαιότητες όσον αφορά την ασφάλειά τους μακροπρόθεσμα, καθώς και την οικονομική τους προσιτότητα.
Εκστρατείες για την πρόληψη
Δεν είναι πανάκεια αυτές οι εβδομαδιαίες ενέσεις, επισημαίνει στην «Guardian» η Σάρα Μπόσλεϊ, πρώην αρχισυντάκτρια υγείας της εφημερίδας, πρέπει να συνδυαστούν με δίαιτα και άσκηση και επιπλέον, όταν σταματήσει η χρήση τους, τα κιλά μπορεί να επιστρέψουν. Πέραν αυτού, χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, όχι για την πρόληψή της. Περισσότερο χρειάζονται λοιπόν προσπάθειες πρόληψης, εθνικές εκστρατείες για την προώθηση ενός υγιεινού τρόπου διατροφής, ανασχεδιασμός των πόλεων ώστε να ενθαρρύνονται οι κάτοικοι να περπατούν περισσότερο – και περιορισμός του μάρκετινγκ του επονομαζόμενου junk food. «Υποφέρουμε από το ανεξέλεγκτο μάρκετινγκ ιδιαίτερα εύγεστων προϊόντων γεμάτων λιπαρά, αλάτι και ζάχαρη από εταιρείες που έχουν λάβει μέγεθος μαμούθ» γράφει. «Οι εταιρείες που κυριαρχούν στις διατροφικές μας συνήθειες με τα μπισκότα και τα πατατάκια που παράγουν από τεράστια εργοστάσια δεν πρόκειται να προωθήσουν για εμάς τις μπανάνες ή το μπρόκολο. Το καλύτερο που έχουν κάνει είναι να μειώσουν λίγο το αλάτι και τη ζάχαρη. Ημίμετρα χωρίς αποτέλεσμα».