Quantcast

Zeit για δημοσιεύματα Spiegel για τον Έβρο – «Δημοσιογραφία και ακτιβισμός: Μια οριακή περίπτωση»

Τι γράφει χαρακτηριστικά η γερμανική εφημερίδα

Στην περίπτωση του Spiegel και της απόσυρσης από την ιστοσελίδα του των δημοσιευμάτων που αφορούσαν την υπόθεση της 5χρονης Μαρίας στον Έβρο, τα οποία συνέταξαν ο ανταποκριτής του περιοδικού στην Αθήνα, Γιώργος Χρηστίδης, και ο αναπληρωτής επικεφαλής του εξωτερικού δελτίου, Maximilian Popp, αναφέρεται σήμερα η εφημερίδα Zeit, σε ολοσέλιδο άρθρο της Hannah Knuth, συντάκτριας του οικονομικού δελτίου, που ασχολείται με θέματα ΜΜΕ.

 

 

Όπως επισημαίνεται, δεν ήταν μόνο το Spiegel που έγραψε για την ιστορία της Μαρίας, αλλά και ελληνικά ΜΜΕ αναφέρθηκαν σε αυτή, όπως επίσης το βρετανικό Channel 4 και το Αl-Jazeera, με την τύχη της Μαρίας να γίνεται σύμβολο της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής και της σκληρής στάσης της Ελλάδας, όπως αναφέρει η Hannah Knuth.

 

zeit_dimosieuma

Λόγος γίνεται για την επιστολή του κ. Μηταράκη προς τον αρχισυντάκτη του Spiegel στις 19 Σεπτεμβρίου, στην οποία ο Υπουργός καταγγέλλει ότι το περιοδικό παρουσίασε την υπόθεση αποκλειστικά από τη σκοπιά των ΜΚΟ, ενώ τονίζει ότι έχει στη διάθεσή του στοιχεία ότι δεν υπάρχει αγνοούμενο παιδί, πόσο μάλλον νεκρό παιδί. Η δημοσιογράφος σχολιάζει ότι είναι ιδιαίτερα «εκρηκτικό» το να απευθύνεται μια τέτοια επιστολή στο Spiegel, σε ένα περιοδικό που πριν από τέσσερα χρόνια αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο δημοσιογράφος Claas Relotius είχε επινοήσει πολλές ιστορίες που είχε γράψει, ενώ στην προκειμένη περίπτωση τροφοδοτείται επιπλέον το αφήγημα των επικριτών που πρόσκεινται στη Δεξιά, ότι τα ΜΜΕ είναι προκατειλημμένα σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό.

Στην Ελλάδα ρεπόρτερ του Spiegel

Το Spiegel τώρα εξετάζει την υπόθεση, έχοντας στείλει ρεπόρτερ του στην Ελλάδα, με την H. Knuth να σχολιάζει ότι πρόκειται για περίπλοκη υπόθεση που άπτεται βασικών θεμάτων της δημοσιογραφίας, όπως ποιον μπορεί κανείς να πιστέψει, τι μπορεί να αποδειχθεί και πού είναι τα όρια μεταξύ δημοσιογραφίας και ακτιβισμού. Καταδεικνύεται πάντως πόσο δύσκολο είναι να κρατήσει κανείς απόσταση από τα γεγονότα, όταν γράφει για τον πόνο που διαπιστώνει στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. και να διερευνήσει επακριβώς τα στοιχεία. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, σύμφωνα με τη δημοσιογράφο, ότι η ελληνική κυβέρνηση δυσκολεύει σημαντικά την επιτόπια έρευνα, καθ’ ότι απαγορεύει την πρόσβαση.

Η υπόθεση της Μαρίας, όμως, είναι και μια διαμάχη μεταξύ ενός ρεπόρτερ που ασκεί δριμεία κριτική στο ελληνικό Υπουργείο Μετανάστευσης και που εν μέρει συμμερίζεται τους στόχους των ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, και ενός Υπουργού, ο οποίος εδώ και καιρό αποδοκιμάζει δριμύτατα το Spiegel από οργή για την κριτική που ασκεί στην πολιτική και το πρόσωπό του και ο οποίος, χωρίς ούτε ο ίδιος να μπορεί να καταθέσει σαφείς αποδείξεις, ανάγει μια υποψία σε πολιτικό ζήτημα, υποστηρίζοντας σε συνέντευξή του ότι η υπόθεση της Μαρίας είναι μια «οργανωμένη επικοινωνιακή επίθεση» σε βάρος της χώρας του από ανθρώπους που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στο τέλος δίδεται η εντύπωση ότι ίσως να ισχύουν και τα δύο, σημειώνει η δημοσιογράφος, δηλαδή και ο Υπουργός εκμεταλλεύεται πολιτικά το γεγονός ότι ένα ΜΜΕ αναφέρθηκε βεβιασμένα σε μια υπόθεση.

Στη συνέχεια το άρθρο αναφέρεται στο χρονικό της υπόθεσης της 5χρονης Μαρίας, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι αρχικά κανείς δεν αμφισβήτησε τον θάνατο του κοριτσιού, ακόμα και ο ίδιος ο Υπουργός Μετανάστευσης μετά από μια επίσκεψη στην περιοχή αναφέρθηκε στον θάνατο της πεντάχρονης. Αμφιβολίες διατυπώθηκαν αργότερα, όταν δημοσιοποιήθηκε η λίστα με τα ονόματα των μεταναστών, όπου φάνηκε ότι η εν λόγω οικογένεια είχε τέσσερα και όχι πέντε παιδιά, ενώ στις πρώτες συνομιλίες με τους μετανάστες στο κέντρο υποδοχής, κανείς δεν μπορεί να πει πού είναι θαμμένο το παιδί.

Τι αναφέρει η δικηγόρος Ευγενία Κουνιάκη

Η δικηγόρος Ευγενία Κουνιάκη, που δούλευε μέχρι πρόσφατα για την οργάνωση “Human Rights 360”, επιμένει ότι η οικογένεια είχε πέντε παιδιά και διευκρινίζει ότι οι λίστες με τα ονόματα των μεταναστών δεν είναι ποτέ πλήρεις. Έστειλε, δε, στην ZEIT, φωτογραφίες και στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη της Μαρίας, μεταξύ άλλων πιστοποιητικό γέννησης, που η εφημερίδα απέστειλε σε ορκωτό διερμηνέα Αραβικών, ο οποίος διαπίστωσε ότι το έγγραφο είναι όμοιο με τα αντίστοιχα πιστοποιητικά του συριακού ληξιαρχείου, δεν μπορεί όμως να το επιβεβαιώσει. Η δημοσιογράφος σημειώνει ότι βεβαίως και τα έγγραφα μπορούν να πλαστογραφηθούν ή να εξαγοραστούν, υπάρχουν όμως πολλές ενδείξεις ότι η ύπαρξη της Μαρίας δεν είναι μια απλή επινόηση των δημοσιογράφων. Παρόλα αυτά, υπάρχουν και άλλα ερωτήματα, όπως γιατί οι γονείς δηλώνουν άγνοια για το πού είναι θαμμένο το παιδί, γιατί δεν έχουν δικά του πράγματα, ενώ στην ερώτηση γιατί δεν ερευνήθηκε η περιοχή με ειδικά εκπαιδευμένους σκύλους, το ελληνικό Υπουργείο Μετανάστευσης απαντά στην ZEIT ότι ο «επονομαζόμενος τάφος» βρίσκεται σε τουρκικό έδαφος, καθώς και ότι ζήτησε από την οικογένεια άδεια για να αναζητήσει τη σορό του παιδιού, εκείνη όμως «αρνήθηκε». Αντιθέτως, οι νομικοί εκπρόσωποι της οικογένειας δηλώνουν ότι κατέθεσαν εξ’ ονόματος της οικογένειας αίτηση για την εκταφή στην αρμόδια Εισαγγελία, αν και δεν είναι σαφές πώς μπορεί να γίνει αυτό από τη στιγμή που κανείς δεν γνωρίζει πού βρίσκεται ο τάφος.

Υπάρχουν λοιπόν πολλές αντιφάσεις και ανοιχτά ζητήματα τα οποία το Spiegel τώρα προσπαθεί να διερευνήσει, καθώς στα πρώτα του δημοσιεύματα επί του θέματος δεν τίθενται αυτά τα ζητήματα, αντίθετα ο θάνατος του παιδιού περιγράφεται ως πραγματικότητα, χωρίς να διατυπώνεται καμία αμφιβολία. Λόγος γίνεται και για την επίσκεψη του Γιώργου Χρηστίδη στο κέντρο υποδοχής, όχι με την ιδιότητα του δημοσιογράφου αλλά του μεταφραστή της ΜΚΟ, η οποία κατόπιν πήρε αποστάσεις από τον ανταποκριτή λέγοντας ότι αυτό δεν έγινε δια της επίσημης οδού. Ο Χρηστίδης, ερωτηθείς για την υπόθεση, παραπέμπει στο περιοδικό, χωρίς όμως να κρύβει την κριτική του στην ελληνική Αστυνομία και τον Υπουργό Μετανάστευσης, εκφράζοντας παράλληλα τον θαυμασμό του για τις ΜΚΟ, λέγοντας μάλιστα ότι είναι υπερήφανος που μπορεί να χαρακτηρίσει «ως φίλους του» τα μέλη πολλών οργανώσεων, κάτι που η Hannah Knuth θεωρεί προβληματικό για έναν δημοσιογράφο που αρθρογραφεί αμερόληπτα.

Το άρθρο κλείνει με την επισήμανση ότι τέσσερα χρόνια μετά την υπόθεση Relotius τίθεται και πάλι το ερώτημα για το Spiegel γιατί δεν διερευνήθηκαν καλύτερα οι αποδείξεις. Το περιοδικό αρνείται να απαντήσει αυτή την ερώτηση, λέγοντας ότι αναμένονται τα αποτελέσματα της εσωτερικής έρευνας.