Ο καθηγητής Πνευμονολογίας Κωνσταμντίνος Γουργουλιάνης, υπογράμμισε ότι πηγαίνουμε προς το τέλος της παραλλαγής Όμικρον και η αλήθεια είναι ότι αυτό έγινε πιο γρήγορα από ότι περιμέναμε.
Αυτό σύμφωνα με τον κ. Γουργουλιάνη, έγινε γιατί πήραμε κάποια μέτρα που ήταν σκληρότερα από αυτά που πήραν άλλες χώρες και γι’ αυτό απέδωσαν. Επίσης βοήθησε ότι ο καιρός στη χώρα μας ήταν πολύ καλύτερος από αυτόν σε χώρες στη βόρεια Ευρώπη κι αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να κινούμαστε σε εξωτερικούς χώρους.
Απαντώντας στο ερώτημα γιατί τις τελευταίες μέρες παρατηρείται αύξηση στον αριθμό των θανάτων, είπε ότι οι θάνατοι αυτοί προέρχονται από μολύνσεις που σημειώθηκαν πριν από ένα μήνα περίπου κι ακόμα δεν έχει αποτυπωθεί η μείωση των κρουσμάτων και των εισαγωγών στα νοσοκομεία. Ενώ η αναλογία μεταξύ των κρουσμάτων Όμικρον και Δέλτα στην κοινότητα είναι 70%-80% Όμικρον και τα υπόλοιπα Δέλτα, στις νοσηλείες είναι το ακριβώς αντίθετο.
Ο κ. Γουργουλιάνης τόνισε μιλώντας στον ΑΝΤ1, ότι διαχρονικά στις πανδημίες παρατηρείται κάθε νέα παραλλαγή να είναι πιο μεταδοτική, αλλά λιγότερο επικίνδυνη κι αυτό συμβαίνει μέχρι τώρα και με τον κοροναϊό.
Στην ίδια εκπομπή μίλησε και ο Δ. Σαρηγιάννης, ο οποίος παρατήρησε ότι εδώ και 10 μέρες παρατηρείται μια πτωτική πορεία στα κρούσματα. Πρόσθεσε όμως ότι τις επόμενες 2-3 μέρες θα δούμε μια επιβράδυνση της πτώσης.
Αν θέλουμε όμως να δούμε τα κρούσματα να πέφτουν πολύ χαμηλά στις αρχές Φεβρουαρίου θα πρέπει να συνεχίσουν να υφίστανται τε μέτρα μέχρι το τέλος του μήνα και βέβαια να τα τηρούμε, αλλά και να διατηρηθούν οι ρυθμοί των εμβολιασμών που καταγράφονται αυτή τη στιγμή.
Στη συνέχεια το λόγο πήρε και πάλι ο κ. Γουργουλιάνης, λέγοντας πως θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε για να περάσουμε στη φάση της ενδημικότητας της νόσου και το μόνο όπλο που έχουμε είναι ο εμβολιασμός. Παράλληλα τόνισε ότι η ήπια νόσηση από τον κοροναϊό δεν προφέρει ικανοποιητικά επίπεδα ανοσίας.
Τέλος και ερωτηθείς σχετικά, είπε ότι μέχρι τώρα δεν μπορούμε να έχουμε ειλικρινείς απαντήσεις για το αν τα εμβόλια κατά του κοροναϊού θα έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες στον ανθρώπινο οργανισμό. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι μέσα σε ένα χρόνο που δοκιμάζονται στην πράξη δεν έχει καταγραφεί κάτι τέτοιο.