Δεν έχουν τέλος οι καταγγελίες για τις κακοποιήσεις παιδιών στην «Κιβωτό του Κόσμου».
Μιλώντας στο MEGA, πρώην τρόφιμος της «Κιβωτού» περιγράφει: «Ήμουν το παιδί που με είχαν με αλυσίδες. Επειδή είχαμε μπαλκονόπορτα και παράθυρο στο δωμάτιο, μου έβαλαν αλυσίδες στο παράθυρο και στην μπαλκονόπορτα για να μην μπορώ να βγαίνω από το δωμάτιο όταν με κλειδώνουν. Ήμουν 16 – 17.
– Και έμεινες πόσο καιρό με τις αλυσίδες στο δωμάτιο;
– Αρκετούς μήνες, δε θυμάμαι. Αλλά δεν ήμουν εντελώς κλειδωμένος, πήγαινα σχολείο κανονικά.
– Πήγαινες σχολείο, γυρνούσες και σε είχαν στο δωμάτιο που ήταν κλειδωμένες οι πόρτες και τα παράθυρα και έμπαινες μέσα.
– Ναι. Δεν ξέρω απλά εντάξει. Δεν ήμουν κι εγώ από τα πιο ήσυχα παιδιά. Ίσως ήταν ένας τρόπος με τον οποίο διόρθωναν τα ελαττώματα τα οποία είχα. Έχω περάσει που έχω περάσει δύσκολα δεν θέλω να με πάνε και σε φυλακή ανηλίκων ή οτιδήποτε».
«Ήμουν στην απομόνωση»
Ο ίδιος συνεχίζει και τα όσα περιγράφει σοκάρουν:
«Δεν ήμουν και από τα πιο ήσυχα παιδιά. Ήμουν αντιδραστικός γενικά. Καθόμουν περισσότερο απομόνωση. Να μένω μόνος σε ένα δωμάτιο χωρίς να έχω επαφή με τα υπόλοιπα παιδιά γιατί ήμουν κακή επιρροή.
»Θυμάμαι όταν ήμουν απομόνωση και δεν με άφηναν να πάω σχολείο. Ήμουν έξω από την πόρτα και πηγαίνοντας για τα ζώα η αδελφή μου με χαιρετούσε. Εκείνο το διάστημα για ένα μικρό χρονικό διάστημα δεν με άφησαν να πάω σχολείο.
»Δεν ήταν πολύ γιατί γενικά τα παιδιά τα παιδιά που είχαν καλούς βαθμούς δεν μας σταματούσαν.
Και συμπληρώνει:
«Εντάξει δεν υπερασπίζομαι εντελώς, ήταν τραγική μέθοδος. Ένας συγκεκριμένος κύριος, υψηλό στέλεχος. Άμα θέλετε λέω και το όνομα του. Εμένα δεν με πειράζει αλλά δεν θέλω να δημιουργήσω πρόβλημα σε κανέναν. Ήμασταν από το πρωί μετά τις 10 -10:30 μαζεύαμε κουκουνάρια πίσω στην τραπεζαρία μας κι εγώ επειδή βαρέθηκα πήγα στο δωμάτιο μου.
»Τσαντίστηκα και νευρίασα που δεν πήγαμε να παίξουμε. Πήγα στο δωμάτιο μου και ήρθε αυτός ο παιδαγωγός, ο υπεύθυνος διευθυντής από την Αθήνα. Είχαμε κάτι κρεβάτια κουκέτες, τραβάει τις κουκέτες, τις ανοίγει απότομα με θυμό. Με τράβαγε από το χέρι να πάμε έξω του έλεγα ‘δε θέλω. Φώναζε, φώναζα κι εγώ και μου έσκασε μια και μετά αναγκάστηκα και πήγα».