Quantcast

ΙΟΒΕ: 1 στους 2 ακροατές επιλέγει υπηρεσίες streaming για μουσική, αλλά δεν… πληρώνει

Άνοδο εμφανίζουν οι υπηρεσίες streaming με 54,7% των χρηστών να τις επιλέγουν ως κύριο μέσο ακρόασης μετά το ραδιόφωνο

Το ελληνικό μουσικό οικοσύστημα έχει υποστεί ριζική αναμόρφωση τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με την ολοκληρωμένη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών –ΙΟΒΕ.

Η μελέτη διεξήχθη με πρωτοβουλία της εταιρείας τεχνολογίας Orfium, με αφορμή το χρηματικό βραβείο που έλαβε για τη διάκριση ως «Νεοφυής Επιχείρηση της Χρονιάς» από το Elevate Greece.

 

«Στροφή» στη digital ακρόαση

Άνοδο εμφανίζουν οι υπηρεσίες streaming με 54,7% των χρηστών να τις επιλέγουν ως κύριο μέσο ακρόασης μετά το ραδιόφωνο, που παραμένει το επικρατέστερο μέσο αυτή τη στιγμή με ποσοστό 76,7%. Σε ηλικίες έως 34 ετών το streaming είναι το επικρατέστερο μέσο ακρόασης μουσικής: (81,2% στις ηλικίες 18-24 ετών 72,7% στις ηλικίες 25-34 ετών).

Η συντριπτική πλειοψηφία των ακροατών, δηλαδή 4 στους 5, δηλώνει πως ακούει μουσική καθημερινά και από αυτούς τους ακροατές 4 στους 5 ακούν μουσική για τουλάχιστον μία ώρα την ημέρα. Όμως, παρά τη σπουδαιότητα της μουσικής στην καθημερινότητα των χρηστών, 39,7% των ακροατών δεν πληρώνει για μουσική, ενώ 41,1% πληρώνει λιγότερο από €100 ετησίως για αγορά μουσικής, παρακολούθηση συναυλιών και πληρωμή συνδρομών. Παρόλα αυτά, το 39,5% των συμμετεχόντων στην έρευνα δηλώνει ότι η πληρωμή για μουσική από έναν χώρο εστίασης ή διασκέδασης επηρεάζει δυνητικά την επιλογή τους για να το επισκεφτούν.

 

Αναπαράγουν μουσική από ψηφιακά κανάλια

Οι απαντήσεις των επαγγελματιών της ψυχαγωγίας καταδεικνύουν πως περισσότερες από 60% των επιχειρήσεων αναπαράγουν μουσική μέσα από ψηφιακά κανάλια. Επισημαίνεται ότι η μουσική είναι καθοριστικής σημασίας για τη λειτουργία των επιχειρήσεων στον χώρο της εστίασης – ψυχαγωγίας, καθώς, με βάση την εμπειρία τους από τα περιοριστικά μέτρα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι επιχειρηματίες δήλωσαν ότι η απουσία της μουσικής είχε αρνητική επίδραση στον αριθμό των πελατών, τη μέση διάρκεια παραμονής και τη μέση δαπάνη στο κατάστημα.

Συγκεκριμένα, το 68,6% των επιχειρηματιών δηλώνουν πως οι επιχειρήσεις τους δεν θα λειτουργούσαν το ίδιο επιτυχημένα χωρίς μουσική. Παράλληλα, το 62,2% πληρώνει για τα πνευματικά δικαιώματα για χρήση μουσικής, με την πλειονότητα των επαγγελματιών να δηλώνει πως δίνει λιγότερα από 500€ ετησίως.

Το οικοσύστημα της μουσικής συνεισφέρει στο εγχώριο ΑΕΠ περισσότερα από €200 εκατ. σε ετήσια βάση και περίπου 5,4 χιλ. ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης. Σύμφωνα με τη μελέτη, ο περιορισμός της μη εξουσιοδοτημένης χρήσης μουσικής, που συνεπάγεται τη βελτίωση της δραστηριότητας του οικοσυστήματος, μπορεί να αυξήσει – υπό προϋποθέσεις – την οικονομική επίδραση σε €300 εκατ. στο ΑΕΠ και σε 7,9 χιλ. ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης. Ενδεικτικά, αν εισπράττονταν τα δικαιώματα από όλες τις επιχειρήσεις που θα πλήρωναν για τη χρήση μουσικής, η αξία των δικαιωμάτων θα ήταν τετραπλάσια (€42 εκατ.).

Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Καθηγητής Νίκος Βέττας, σχολίασε: «Η μελέτη αυτή αναδεικνύει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η μουσική στην καθημερινότητά μας αλλά και τη συμβολή της στην οικονομία, που είναι πολύπλευρη. Είναι κρίσιμης σημασίας να αναπτυχθεί περαιτέρω ένα ισχυρό μουσικό οικοσύστημα που θα ωφελεί όλους. Η σύγχρονη τεχνολογική υποδομή, η πληροφόρηση και η διαφάνεια είναι απαραίτητες για την επίτευξη αυτού του στόχου και τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της μουσικής βιομηχανίας».

Με αφορμή την έρευνα, ο Μιχάλης Πετυχάκης, Chief Technology Officer της Orfium, ανέφερε: «Είμαστε υπερήφανοι που αναθέσαμε αυτήν την ολοκληρωμένη μελέτη στο ΙΟΒΕ, η οποία αναδεικνύει τις σημαντικές αλλαγές που συμβαίνουν στο εγχώριο μουσικό οικοσύστημα. Μέσα από τα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύεται ο ζωτικός ρόλος της τεχνολογίας καθώς και οι εξελισσόμενες συνήθειες της καταναλωτικής συμπεριφοράς των ακροατών μουσικής που οδηγούν στις επικείμενες μεταβολές. Εμείς, ως μια τεχνολογική εταιρεία θα συνεχίσουμε να ενισχύουμε τους μουσικούς και τους δημιουργούς, κατανοώντας τη σημασία των επερχόμενων προκλήσεων αλλά και ευκαιριών που αναδύονται στην ελληνική μουσική βιομηχανία. Έτσι, ελπίζουμε ότι η μελέτη θα αποτελέσει ένα σημείο εκκίνησης για να βοηθήσει τους φορείς χάραξης πολιτικής και τις επιχειρήσεις να αναπτύξουν στρατηγικές που θα ενισχύσουν την ελληνική μουσική καθώς και τους δημιουργούς που αντιμετώπισαν ιδιαίτερες δυσκολίες τα τελευταία χρόνια.»