Τέσσερις ημέρες μετά το γάμο της έχασε τον σύζυγο της στην τραγική φωτιά στο Μάτι, ενώ η ίδια τραυματίστηκε πολύ σοβαρά σε ολόκληρο το σώμα.
Η Zoe Maria Holohan που κατέθεσε με διερμηνέα, είπε σε όλους τους τόνους πως κανείς δεν βρέθηκε να τους ενημερώσει και να τους βοηθήσει εκείνες τις ώρες, ενώ ξεκαθάρισε πως το ελληνικό κράτος έκτοτε δεν έχει επικοινωνήσει μαζί της.
Το ζευγάρι το πρωινό εκείνης της ημέρας απολάμβανε τις διακοπές του χωρίς να μπορεί να φανταστεί τι θα ερχόταν τις επόμενες ώρες.«Είχαμε παντρευτεί μόλις 4 ημέρες. Κολυμπήσαμε και ο συζυγός μου πήρε τηλέφωνο τη μητέρα του γιατί είχε τα γενέθλιά της. Ήταν η τελευταία του κλήση. Της είπε ότι την αγαπούσε. Κάναμε έρωτα για τελευταία φορά και κοιμηθήκαμε» είπε η μάρτυρας.
Όταν ξύπνησε όμως την περίμενε ο εφιάλτης, αφού ο Μπράιαν, ο σύζυγο της της φώναζε να κατέβει στο ισόγειο του σπιτιού πανικόβλητος.«Καθόταν στην πόρτα είχε πιάσει φωτιά ο κήπος. Ήταν σοκαρισμένος και κοίταζε προς τα έξω. Η φωτιά ήταν μεγάλη. Γρήγορα έκλεισε τις πόρτες και μου είπε να κλείσω και την άλλη πόρτα. Έτρεξα και είδα ότι και ο πίσω κήπος είχε πιάσει φωτιά. Συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να τρέξουμε γρήγορα. Πηδήξαμε στο αυτοκίνητο και προσπαθήσαμε να ανοίξουμε την καγκελόπορτα. Τότε καταλάβαμε ότι είχε κοπεί το ρεύμα. Θυμάμαι ότι η ιδιοκτήτρια μας είχε πει ότι εάν το ρεύμα κοπεί, υπήρχε ένα ειδικό κλειδί για να ανοίξει καγκελόπορτα. Το κλειδί δεν δούλευε. Ξοδέψαμε πολύ χρήσιμα λεπτά προσπαθώντας να ανοίξουμε την καγκελόπορτα» περιέγραψε.
Το διάστημα που πάλευαν να ανοίξουν την καγκελόπορτα η φωτιά άρχισε να τους κυκλώνει γύρω από το αυτοκίνητο. «Με βοήθησε ο Μπράιαν να πηδήξω τα κάγκελα. Όταν πήδηξα, πονούσε το γόνατο μου, δεν είχα χρόνο να το σκεφτώ. Πήδηξε και ο Μπράιαν τα κάγκελα κι εκεί καταλάβαμε ότι παντού είχε φωτιά. Γύρισα στον Μπράιαν και του ζήτησα να μου υποσχεθεί ότι και οι δύο θα είμαστε καλά. Μου υποσχέθηκε….» είπε με δάκρυα στα μάτια συμπληρώνοντας ότι δεν μπόρεσε να κρατήσει την υπόσχεση του.
«Τρέχαμε! Ήταν πολύ δύσκολο να δούμε μπροστά μας, είχε πολύ καπνό. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε τα μάτια μας καιγόντουσαν. Δεν βλέπαμε σωστά. Τρέχαμε και πήγαμε δεξιά….ήμασταν μόλις μιάμιση ημέρα και πηγαίναμε προς τη θάλασσα, αλλά δεν γνωρίζαμε προς τα πού τρέχαμε. Συναντήσαμε κάποιες γυναίκες σαν να έρχονταν από τη θάλασσα. Μας είπαν να μην πάμε προς εκεί» ανέφερε η μάρτυρας που δευτερόλεπτα αργότερα συνειδητοποίησε ότι το μακρύ φόρεμα της είχε πάρει φωτιά και πόνος στα πόδια της που καιγόντουσαν ήταν αφόρητος.
«Ο Μπράιαν έσβησε τη φωτιά με τα χέρια του. Έπρεπε να συνεχίσουμε να τρέχουμε. Είχα μακριά μαλλιά, είχαν πιάσει φωτιά και το φορεμά μου και τα χέρια μου, το πρόσωπό μου. Φθάσαμε στον δρόμο και είδαμε 4- 5 παιδιά. Δεν υπήρχε κανένας ενήλικας ήταν μόνα τους. Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και συνεχίσαμε να τρέχουμε. Από το πουθενά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο. Υπήρχε ένας ενήλικας. Βάλαμε τα παιδιά στο αυτοκίνητο αλλά δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Είπα στον οδηγό να ανοίξει το πορτ μπαγκαζ. Μπήκαμε αλλά ήμασταν πολύ μεγαλοι.
Το αυτοκίνητο ανέβαινε σε ανηφόρα….οι φλόγες μας έφταναν. Το χέρι μου είχε κολλήσει στο καπό, είχα πιάσει φωτιά. Και όλο το σώμα μου. Έπιασε η φωτιά και τα ρούχα του Μπράιαν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά συγκρούστηκε σε ένα δέντρο και το δέντρο έπεσε πάνω σε εμάς στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Ο Μπράιαν άρχισε να φωνάζει δεν μπορούσα να τον κρατήσω. Έπεσε από το αυτοκίνητο. Μέσα στη φωτιά…» είπε συγκλονισμένη που ξαναβίωνε τις στιγμές αυτές.
«Γιατί;» ήταν τα τελευταία λόγια του συζύγου της κι εκείνη ήξερε από εκείνο το λεπτό πως τον έχει χάσει. «Καθόμουν στο πορτ μπαγκάζ κι αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρο μου. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω αυτόν τον πόνο. Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει και καθόμουν και περίμενα τον θάνατο».
«Ένιωθα σαν να με μαγειρεύουν»
Η σωτηρία της ήρθε αργότερα όταν την εντόπισε ένας πυροσβέστης και την έβγαλε από το αυτοκίνητο. «Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει. Ο πυροσβέστης με έβαλε σε ένα όχημα. Μου μιλούσε για να με ηρεμήσει. Κοίταξα το χέρι μου. Τα δάχτυλα μου είχαν μπει προς τα μέσα και έβγαινε το δέρμα. Φαινόταν σαν σκελετός… Δεν έβλεπα από το ένα μάτι. Φαντάστηκα πώς θα φαινόταν το καμένο πρόσωπό μου. Κατάλαβα ότι το φόρεμά μου καιγόταν ακόμα και τα παπούτσια μου καιγόντουσαν. Αισθανομουν λες και με μαγείρευαν…τους ζήτησα να μου βγάλουν τα ρούχα. Δυστυχώς η γυναίκα που ήταν κοντά μου δεν καταλάβαινε. Μου έδωσε νερό. Έκανα το σήμα του ψαλιδιού, κατάλαβε και μου έκοψε τα ρούχα. Όταν τα έβγαζε, έβγαινε και το δέρμα. Φορούσα σανδάλια και υπήρχε ένα σήμα. Αυτό είναι ακόμη στο πόδι μου. Κατάλαβα ότι είχα καει παντού και ήμουν σχεδόν γυμνή» είπε.
Η μάρτυρας υποστήριξε πως όσο εκείνη φώναζε και ζητούσε βοήθεια μέσα στο ασθενοφόρο έκλαιγε και κάποιοι γελούσαν.
«Έκλαιγα και γελούσαν… Κάποιος μου είπε να σκάσω και σταμάτησα. Όταν έφτασα στο νοσοκομείο καταλαβα ότι πολύς κόσμος έχει καεί. Όλοι φώναζαν. Κι έκλαιγαν. Μύριζε καμένη σάρκα παντού. Με πήγαν σε άλλο νοσοκομείο λόγω της ιδιωτικής ασφάλισης που είχα. Έβλεπα το πρόσωπό μου που ήταν καμένο. Δεν μπορουσα να δω από το ένα μάτι. Τώρα μπορω να δω. Παρέμεινα για μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί. Δεν μου έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Περίμενα να πεθάνω.
Αισθανόμουν ότι όλο το σώμα μου τρωγόταν και δεν μπορούσα να κινηθώ. Ήρθε μια γυναίκα από ιρλανδική πρεσβεία. Η Μαριάννα. Της είπα ότι είδα τον σύζυγό μου να πεθαίνει αλλά δεν το πίστευα. Μου υποσχέθηκε ότι θα ρωτούσε. Με είχαν ξεχάσει οι γιατροί γιατί ήμουν πίσω από την κουρτίνα. Δεν είχα καθόλου περίθαλψη στον Ευαγγελισμό. Είχαν βράσει τα χέρια και να τα πόδια μου νόμιζα ότι θα μου έκοβαν το χέρι και υπήρχε δέρμα που κρεμόταν» ανέφερε η μάρτυρας που την επόμενη ημέρα ξύπνησε στην εντατική, άνω τρεις ημέρες αργότερα έμαθε από τον αδελφό της ότι βρέθηκε το πτώμα του συζύγου της.
«Παρέμεινα στο νοσοκομείο ένα μήνα. Κάθε δυο τρεις μέρες έκαναν χειρουργεία για να σώσω το πρόσωπό μου, το στήθος, τα χέρια μου και τα πόδια μου. Πίστευα ότι δεν θα ξαναπερπατούσα» είπε η μάρτυρας που μέχρι σήμερα δεν μπορεί να εργαστεί στην προηγούμενη εργασία της ενώ αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα υγείας και σωματικά και ψυχικά.