«Αυτοί δεν ξέρουν τι ψάχνουν να ξέρεις. Έρχονται και με κοιτάνε με ένα βλέμμα της αγελάδας, το ηλίθιο. Τους λέω «εξετάσεις θα κάνουμε; Τι θα κάνουμε τώρα;» και απλά με κοιτάνε. Και λέω κοίτα κακό που με βρήκε εδώ μέσα με δαύτους», είχε αναφέρει η Ρούλα Πισπιρίγκου στο «Φως στο Τούνελ» .
Έτσι είχε χαρακτηρίσει η 33χρονη κατηγορούμενη το βλέμμα των γιατρών, που επί 55 λεπτά προσπαθούσαν και τελικά κατάφεραν να επαναφέρουν το παιδί της στη ζωή κατά την πρώτη του ανακοπή.
Στοχοποιεί τους γιατρούς
Οι ίδιοι λύνουν την σιωπή τους αποκλειστικά στο LIVE NEWS κι εξηγούν γιατί για πρώτη φορά στην πολυετή καριέρα τους έμειναν αποσβολωμένοι να κοιτούν ένα υγιέστατο κοριτσάκι να παθαίνει ανεξήγητα ανακοπές και μια μάνα… τέρας ψυχραιμίας.
«Η μητέρα κορόιδευε τους γιατρούς κι έλεγε «τους ρωτάω τι έχει το παιδί μου και με κοιτάνε με το βλέμμα της αγελάδας». Τι όμως να της απαντήσει ένας γιατρός; Πώς να ερμηνεύσει τι συμβαίνει με το παιδί; Μας έκανε εντύπωση σε όλους στο νοσοκομείο η ψυχραιμία της μητέρας. Απάθεια, ψυχραιμία, πώς να το πω; Δηλαδή για μια μάνα που είχε τέτοιου είδους περιστατικά δεν θα περίμενες να έχει τέτοια συμπεριφορά», ανέφερε εργαζόμενος του Καραμανδάνειου για την κατηγορούμενη.
«Το παιδί πάνιασε και σηκώθηκε μέσα στον ύπνο του από βήχα. Μου έκανε έναν εμετό και μετά τον εμετό άρχιζε να μου φωνάζει «μαμά δεν μπορώ. Δεν μπορώ ν’ ανασάνω»», δήλωνε στο Φως στο Τούνελ η Ρούλα Πισπιρίγκου.
Οι γιατροί σήμερα μέσω του LIVE NEWS αντιστρέφουν το ερώτημα της 33χρονης και θέτουν το καίριο ερώτημα: πόσα λεπτά μεσολάβησαν από την ανακοπή της Τζωρτζίνας την 11η Απριλίου μέχρι να κληθούν οι ίδιοι στο μονόκλινο δωμάτιο για να τη σώσουν;
«Δεν ξέρουμε πόσος χρόνος μεσολάβησε από την ανακοπή μέχρι να δοθούν οι πρώτες βοήθειες. Εδώ εστιάζουν οι αστυνομικοί. Γιατί μιλάνε για νωχελικότητα της μάνας και τη συμβολή της στην ιστορία. Δεν ξέρουμε πόσα δευτερόλεπτα ή και λεπτά πέρασαν μέχρι να ειδοποιήσει τους γιατρούς. Τότε βέβαια δεν μπορούσε κανείς να υποψιαστεί, δεν πήγαινε το μυαλό κανενός ότι η ίδια η μάνα του παιδιού θα είχε χορηγήσει δόλια ουσίες στο παιδί για να το εξοντώσει», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά εργαζόμενος του Καραμανδάνειου.
Έβαλαν απινιδωτή μετά από πιέσεις των γονιών
Δύο παιδιά έχουν χαθεί ήδη τελείως αναπάντεχα. Το τρίτο έχει σωθεί στο παρά 5 κι έτσι οι γιατροί αποφασίζουν να τοποθετούν στη μικρή Τζωρτζίνα απινιδωτή, παρά το γεγονός πως η καρδιά της λειτουργούσε άριστα.
«Η λειτουργία της καρδιάς της μικρής Τζωρτζίνας ήταν απολύτως φυσιολογική. Η τοποθέτηση του απινιδωτή ήταν επιθυμία των γονέων, παρά την απουσία σαφούς καρδιολογικής διάγνωσης», επεσήμανε ο Παιδοκαρδιολόγος Τζωρτζίνας στο Ωνάσειο, Γιάννης Παπαγιάννης.
«Ο εμφυτεύσιμος απινιδωτής θα μπει για δύο λόγους, είτε για πρόληψη, είτε για θεραπεία. Πρόληψη κάνουμε όταν έχουμε πάρα πολλές ενδείξεις ότι κινδυνεύει ο άρρωστος να πάθει κάποιο επεισόδιο αρρυθμίας, το οποίο θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του, έχουμε ισχυρές ενδείξεις», τόνισε ο καρδιολόγος Γιώργος Δημητριάδης.
«Για παράδειγμα ένας ασθενής ας πούμε ο οποίος έχει καρδιακή ανεπάρκεια σοβαρή, ότι η καρδιά του είναι πολύ αδύναμη ή ένας ασθενής στον οποίο διαπιστώσαμε με άλλες εξετάσεις, όπως το υπερηχογράφημα ότι έχει μια μυοκαρδιοπάθεια μια γενετική πάθηση η οποία δημιουργεί αρρυθμία», συμπλήρωσε.
Η μικρή Τζωρτζίνα δεν είχε καμία από τις παραπάνω ενδείξεις που να δικαιολογούν την τοποθέτηση μιας πολύ ακριβής συσκευής στην καρδιά της, που μάλιστα είναι και επώδυνη όταν ενεργοποιείται.
«Αν παρουσιάσει αρρυθμία στην οποία θα του δώσει μια ηλεκτρική εκκένωση ο απινιδωτής, ο ασθενής νιώθει ένα πάρα πολύ δυσάρεστο τράνταγμα. Να φανταστείτε μια δυνατή γροθιά ενός άντρα είναι γύρω στα 7 J και ο απινιδωτής δίνει ρεύμα 45 J. Οπότε καταλαβαίνεται είναι σαν να τρώει μια τρομερή γροθιά, δεν είναι καθόλου ευχάριστο», διευκρίνισε ο κ. Δημητριάδης.
Όπως αποκάλυψε όμως ο ίδιος παιδοκαρδιολόγος της, παρέκαμψαν τα στενά ιατρικά κριτήρια και αποφάσισαν να τοποθετήσουν τον απινιδωτή για να προλάβουν έναν ακόμη αιφνίδιο θάνατο, τον τρίτο κατά σειρά, στην ίδια οικογένεια.
«Το παιδί δεν περίμενα να πεθάνει αιφνιδίως από κάποια αρρυθμία διότι δεν κατεγράφη ούτε ταχυαρρυθμία, ούτε σοβαρή βραδυκαρδία. Δεν έχω συναντήσει κάτι ανάλογο. Δηλαδή αιφνίδιο καρδιακό θάνατο που μετά από πλήρη διερεύνηση και τοποθέτηση απινιδωτή, να πεθαίνει ο ασθενής χωρίς να διαπιστωθεί κάποια καρδιακή αρρυθμία η καρδιακή δυσλειτουργία», δήλωσε με τη σειρά του ο κ. Παπαγιάννης.
Στους οκτώ μήνες ή αλλιώς τις 240 ημέρες που είχε η μικρή Τζωρτζίνα τον εμφυτεύσιμο απινιδωτή, η μητέρα της έστειλε 198 ειδοποιήσεις στον γιατρό για να ελέγξει τυχόν αρρυθμίες της 9χρονης. 198 φορές πάτησε η μητέρα το κουμπί του πομπού για να δηλώσει πρόβλημα ή ανησυχία, με τον γιατρό να μην διαπιστώνει πρόβλημα σε καμία από τις περιπτώσεις.
«Ο απινιδωτής κατέγραψε την τελευταία βραδυκαρδία της Τζωρτζίνας. Η Τζωρτζίνα μέχρι τότε είχε κάνει άλλες 50, 10 βραδυκαρδίες σε όλα αυτά τα επεισόδια. Ο απινιδωτής λοιπόν έπιασε την τελευταία βραδυκαρδία. Η βραδυκαρδία ήταν αποτέλεσμα της πτώσης οξυγόνου», δήλωνε η Ρούλα Πισπιρίγκου στην κοινή συνέντευξη του ζευγαριού.
Η μικρή Τζωρτζίνα -όπως όλα δείχνουν- θάφτηκε μαζί με τον απινιδωτή. Σύμφωνα με τους γιατρούς της, όλα τα δεδομένα που μπορούσαν να αντληθούν από τον απινιδωτή βρίσκονται ήδη στα χέρια των αρχών επομένως μια πιθανή απομάκρυνση της συσκευής από το σωματάκι της μικρής δεν θα ωφελούσε στις έρευνες.