Εφιαλτικές εμπειρίες που σημάδεψαν τα γηρατειά του, βίαιες συμπεριφορές σε βάρος του ίδιου και άλλων ηλικιωμένων και καταστάσεις που δεν τις χωρά ανθρώπινος νους , περιγράφει ένας 76χρονος, πρώην φιλοξενούμενος της μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων στα Χανιά.
Ο κ. Χρήστος Δερμιτζάκης και η σύζυγος του Ελένη, μίλησαν για υποσιτισμό, βασανιστήρια, άθλιες συνθήκες υγιεινής, για φέρετρα στο υπόγειο, γέροντες και γερόντισσες που καλούσαν απεγνωσμένα σε βοήθεια. Οι περιγραφές τους, είναι γροθιά στο στομάχι. «Νεκροταφείο» αποκαλούσαν οι ίδιοι το γηροκομείο στο οποίο είχαν την ατυχία να μπουν, ως φιλοξενούμενος ο πρώτος και ως επισκέπτρια η δεύτερη.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Βατόλακκο, ένα χωριό του δήμου Πλατανιά, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα Χανιά, ο κ. Χρήστος Δερμιτζάκης κάνει σήμερα τον σταυρό του που κατάφερε να επιβιώσει από το κολαστήριο, όπως ο ίδιος λέει. Χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα του, ξεσπά, άλλοτε δοξάζει το θεό που κάποιοι παραπέμφθηκαν στη δικαιοσύνη.
Μας υποδέχτηκαν στο σπίτι τους με ευγένεια και ευγνωμοσύνη. Ήθελαν, όπως είπαν, να βγάλουν από μέσα τους αυτό το βάρος. Να μιλήσουν. Εν έτη 2022, όσα αποκάλυψαν, αν μη τι άλλο προκαλούν ανατριχίλα.
«Ξύλο, έτρωγα πολύ ξύλο. Στον πισινό. Πονούσα και φώναζα. Μου έκαναν ενέσεις χωρίς λόγο. Με χτυπούσαν αλύπητα» είπε ο κ. Χρήστος Δερμιτζάκη
Είχε την ατυχία να μπει προσωρινά ευτυχώς στη δομή, λόγο της απαραίτητης υποβολής της συζύγου του σε εγχείριση σε νοσοκομείο του Ηρακλείου. Τα παιδιά του, εργαζόμενα, με βαρύ πρόγραμμα, ήταν δύσκολο να τον κρατήσουν κοντά τους για φροντίδα κι έτσι αποφάσισαν από κοινού να φιλοξενηθεί στην εν λόγο μονάδα. Κατέβαλαν όλη τη σύνταξη του 76χρονου, συνολικά 800 ευρώ, ενώ πλήρωναν από την τσέπη τους και τα φάρμακα του, το κόστος των οποίων ανερχόταν στα περίπου διακόσια ευρώ.
Το σκηνικό του τρόμου δεν άργησε να αποκαλυφθεί
Ο κ. Χρήστος κάθε τόσο τηλεφωνούσε στη σύζυγο του: «Ελένη, έλα να με πάρεις, γιατί θα πεθάνω εδώ μέσα. Ελένη, πάρε τους τηλέφωνο. Λερώθηκα και δεν έρχονται να με αλλάξουν. Υποσέντονα δεν είχαν. Κοιμόμουν πάνω σε χοντρό νάιλον σαν αυτό που σκεπάζουμε τα ξύλα της σόμπας».
Στις εκκλήσεις του συζύγου της, η κ. Ελένη Δερμιτζάκη όσο διάστημα προετοιμαζόταν για την επέμβαση, δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Τηλεφωνούσε όμως στη διεύθυνση της μονάδας και επέμενε να φροντίσουν τον άνθρωπο της. «Σε κάμποση ώρα με έπαιρνε πάλι. Ελένη με δέσανε. Ρωτούσα: Γιατί δέσατε τον άντρα μου; Μου απαντούσαν πως τον έδεναν για να μη γλιστρήσει από την καρέκλα».
Οι οδυνηρές μνήμες φέρνουν δάκρυα θλίψης και οργής για τα βασανιστήρια, την κακομεταχείριση, τον υποσιτισμό, τις άθλιες συνθήκες υγιεινής: «Δίπλα στην είσοδο με είχαν κάτσει και με είχαν δέσει για να μην κουνιέμαι. Στο χώρο που μας έκαναν μπάνιο, ήταν στοίβα οι πετσέτες από προηγούμενους ασθενείς, βρεγμένες. Λέω ρε παιδιά με αυτές θα σκουπιστώ; Αν σου αρέσει μου έλεγαν. Αν δε σου αρέσει τα παράπονα σου στη διευθύνουσα» είπε ο κ. Χρήστος που ξαπλωμένος σε ένα φωτεινό δωμάτιο του σπιτιού του πια, μέσα στη θαλπωρή, θυμάται τον εφιάλτη του.
Στα 76 του χρόνια όσα βίωσε το εφιαλτικό εκείνο τρίμηνο θα τον ακολουθούν για το υπόλοιπο της ζωής του: «Έτρωγα κρεμμύδια από την πείνα μου. Κι όταν τους έλεγα ότι πεινάω μου απαντούσαν «αυτά είναι ,δεν έχουμε άλλο». Για πρωινό μας έφερναν σκέτο τσάι ή γάλα και μας έπιανε κόψιμο. Τέτοια πείνα δεν είχα ζήσει ξανά» έλεγε ο κ. Χρήστος, χωρίς να προλαβαίνει τις σκέψεις του.
Μια μέρα που η σύζυγος του τον επισκέφθηκε, αφού πια είχε εγχειριστεί και πριν τον πάρει ξανά κοντά της, διαπίστωσε ιδίοις όμασι την απάνθρωπη μεταχείριση, όχι μόνο προς τον άντρα της, αλλά προς όλους τους ηλικιωμένους.
Όπως είπε η κ. Ελένη: «Του έφεραν να φάει άθλιες φακές μέσα σε ένα μικρό μπολάκι σαν αυτό που ταΐζω τα γατιά και μισό αυγό! Όταν ρώτησα πού είναι το άλλο μισό αυγό, μου είπαν πως θα το δώσουν σε άλλο τρόφιμο. Ευτυχώς, βρέθηκε εκεί μέσα κάποιος που πουλούσε κουλούρια και τυρόπιτες και όταν του έδωσα να φάει έτρωγε σαν λιμαγμένος»!
Ο κύριος Χρήστος ήταν ενενήντα κιλά όταν μπήκε στη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, με μόλυνση από τις ακαθαρσίες, είχε μείνει πενήντα.
Οι φωνές των ηλικιωμένων αντηχούν ακόμη στα αυτιά του ζευγαριού
«Βοήθεια, παιδί μου, γιέ μου, φώναζαν οι γυναίκες» είπε η κ. Ελένη. Οι δε θάνατοι ήταν τόσο συχνοί όσο και ακατανόητοι. «Εκεί μέσα είναι κολαστήριο δεν είναι ίδρυμα. Όταν κατεβαίναμε στο υπόγειο για μπάνιο, έβλεπες τα φέρετρα, στη σειρά. Λέω ρε παιδιά τι συμβαίνει; Πέθανε ο ένας, πέθανε ο άλλος, τι γίνεται;» ρωτούσε ο κ. Χρήστος Δερμιτζάκης και φοβόταν πως ερχόταν και η δική του σειρά.
Άνθρωποι ρυτιδιασμένοι και αδύναμοι, πλην όμως αξιοπρεπείς, πήγαν ελπίζοντας πως θα τύχουν της φροντίδας που τους πρέπει. Πολλοί έσβησαν αβοήθητοι και οι πιο τυχεροί απομακρύνθηκαν εγκαίρως. Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες για τον ιδιωτικό οίκο ευγηρίας δεν έχουν τέλος.
«Είδα μια γιαγιά με άνοια να της ανοίγουν το στόμα και να της βάζουνε με το ζόρι το κουτάλι με το φαγητό. Εκείνη να μην τρώει και να της το σπρώχνουν με μια πετσέτα. Είδα έναν άλλο να τον σπρώχνουν σαν ζώο στη σκάλα», είπε ανάμεσα σε πολλά απίστευτα και απάνθρωπα η ηλικιωμένη από το Βατόλακκο.
Περιγραφές σαν αυτές περιλαμβάνονται στην ογκώδη δικογραφία για το ιδιωτικό γηροκομείο με τους τουλάχιστον τριάντα ύποπτους θανάτους, τους τριακόσιους καταγεγραμμένους την τελευταία εξαετία. Για μια μονάδα – πληγή για την κοινωνία και την ανθρώπινη υπόσταση που συνέχιζε να λειτουργεί με την ευλογία της πολιτείας.