Την αδυναμία του στους ελληνικούς χορούς «εξομολογήθηκε» στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Τζόρτζιο Παρίζι, ο φετινός νικητής του βραβείου Νόμπελ Φυσικής.
«Προσέγγισα τυχαία τους ελληνικούς χορούς, παρακολουθώντας μαθήματα του Αντρέα Πελίτσια Γανωτάκη, σε σύνδεσμο της Ρώμης. Οι ελληνικού χοροί σου ξυπνούν πάθος, σε αντίθεση με ιταλικούς παραδοσιακούς χορούς (όπως το σαλταρέλο και την μανφρίνα) οι οποίοι δεν είναι, πλέον, πραγματικά “ζωντανοί”. Μόνον η ιταλική ταραντέλα είναι κάτι αντίστοιχο με αυτούς που χορεύονται στην Ελλάδα», δήλωσε ο Ιταλός νομπελίστας.
«Στην χώρα σας συμμετέχει στο χορό όλο το χωριό, ομαδικά, συχνά σε κύκλο. Ανάλογα με τα διάφορα μέρη, “σέρνει” το χορό ο παπάς ή ο πιο ηλικιωμένος του χωριού. Μαζί τους, ξεφαντώνουν και μικρά παιδιά, τεσσάρων ή πέντε ετών», είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ιταλός φυσικός.
«Οι ελληνικοί χοροί είναι χιλιάδες και δεν σταματάς ποτέ να μαθαίνεις» διότι «οι πιο γνωστοί μπορεί να είναι περίπου πενήντα, αλλά οι λιγότερο διαδεδομένοι είναι άπειροι» προσέθεσε ο Τζόρτζο Παρίζι και αναφέρθηκε «στο Τάι-τάι, που χορεύεται την Μεγάλη Τρίτη» (σ.σ. πρόκειται, κατά τον λαογράφο Δημ. Λουκάτο για έναν “ιδιάζων” τοπικό χορό της Θεσσαλίας που χορεύεται από άνδρες και γυναίκες μόνο κατά την Τρίτη του Πάσχα. Ονομάζεται «τάι τάι» πιθανώς από τις επαναλαμβανόμενες συλλαβές του «τ’ αϊνέβενε», λέξης που υπάρχει στο δεύτερο στίχο του τραγουδιού).
«Το να χορεύεις, το να μαθαίνεις όλους αυτούς τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς, σου προκαλεί μεγάλη ευχαρίστηση. Ενώνεσαι με μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων και χάρη στις διάφορες κινήσεις, γνωρίζεις και αγαπάς πολύ περισσότερο όλη αυτή την παράδοση», σημείωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ιταλός επιστήμονας.