Η Σάρον Μπάλμερ από το Μάντσεστερ, πέρασε περισσότερα από δύο χρόνια συνομιλώντας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με έναν απατεώνα, που της παρουσιαζόταν ως «Μέρφι Τάουνσεντ» και Αμερικανός στρατιώτης, που χρειαζόταν χρήματα για να φύγει, δήθεν, από τη Συρία και να την επισκεφθεί. Ξεκίνησε να επικοινωνεί μαζί του στο Facebook, όταν εκείνος της έγραψε πως είναι πολύ μόνος.
Αφού ο «Μέρφι» της αράδιασε μια σειρά από ψέματα, ότι δήθεν χρειαζόταν χρήματα για να ταξιδέψει να την δει και στη συνέχεια για να μείνει για πάντα μαζί της, καθώς και για να πληρώσει λογαριασμούς νοσοκομείων, η Σάρον του έστειλε- μέσα σε δυόμιση χρόνια- περίπου 43.000 λίρες από τις οικονομίες της και άλλες 37.000 λίρες που χρεώθηκε σε δάνεια από την τράπεζα.
Το άτομο πίσω από τον λογαριασμό στο Facebook ισχυρίστηκε ότι ήταν ένας 56χρονος άνδρας από την Ουάσιγκτον DC, πατέρας μιας 17χρονης κόρης που ονομάζεται Χέλεν. Της είπε ότι υπηρετούσε με την ομάδα μάχης της 37ης Ταξιαρχίας Πεζικού στη Βάση 29 στη Ράκα της Συρίας. Όμως, οι φωτογραφίες που της έστειλε ως, δήθεν, δικές του ήταν του γκριζομάλλη υπουργού Άμυνας της Λετονίας, Άρτις Πάμπρικς!
Ένας «Μινχάουζεν» για την αφελή ερωτοχτυπημένη Σάρον
Ο «Μέρφι» » ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την Σάρον τον Μάιο του 2020 στέλνοντάς της δύο μηνύματα στο Facebook. Της έγραφε πως ήταν μόνος, υπηρετούσε στη Συρία, η γυναίκα του είχε πεθάνει και ήθελε απλώς κάποιον να μιλήσει. Αφού αντάλλαξαν μερικά μηνύματα, η Σάρον έδωσε στον «Μέρφι» τη διεύθυνση e-mail της και συνέχισαν τη συνομιλία στο Google Hangouts.
Η Σάρον εξομολογείται για την πρώτη τους επικοινωνία : «Ο «Μέρφι» ήταν γλυκός όταν τον πρωτογνώρισα, τίποτα απολύτως δεν με έκανε να σκεφτώ οτιδήποτε διαφορετικό για εκείνον. Ήταν πολύ ενδιαφέρων και αυτό το διαπίστωσα γρήγορα καθώς μιλούσαμε συνέχεια. Ένιωσα ότι με αγαπούσαν κατά κάποιον τρόπο, ένιωσα ότι με νοιάζονταν. Νομίζω πως αυτό έγινε επειδή θεώρησα πως επειδή είναι μεγάλος στην ηλικία θα πρέπει να είναι και ώριμος. Πάντα κρατούσε τα μυστικά του. Δεν του άρεσε να του κάνω ερωτήσεις και απέφευγε την συνομιλία μέσω βιντεοκλήσης, υποστηρίζοντας ότι δεν του επιτρεπόταν στη στρατιωτική βάση που βρισκόταν».
Τον Αύγουστο του 2020 η Σάρον έβαλε τέλος στη σχέση της με τον σύντροφό της για να «ξεκινήσει μια νέα ζωή» με τον «Μέρφι». Την εποχή εκείνη, η Σάρον, ζούσε ήδη 29 χρόνια μαζί του και είχαν αποκτήσει δύο παιδιά. «Δεν ένοιωθα πλέον αγάπη, τσακωνόμασταν πολύ, ήθελα περισσότερα και ακριβώς εκεί μπήκε στη ζωή μου ο «Μέρφι». Μου υποσχέθηκε τον κόσμο όλον και ένας Θεός ξέρει τι άλλο», είπε η Σάρον. «Μου ζήτησε να τον βοηθήσω και το έκανα, επειδή τον ερωτεύτηκα. Ήθελα τόσο πολύ να τον βοηθήσω. Ξέρω ότι υπήρξα ανόητη, αλλά όλα τα έκανα από αγάπη».
Πώς ξεκίνησε να της αποσπά χρήματα
Οι δυο τους, μιλούσαν καθημερινά στο διαδίκτυο και κάποια στιγμή ο «Μέρφι» τη ρώτησε αν μπορούσε να την επισκεφτεί στο Μάντσεστερ. Μόλις εκείνη δέχτηκε, της ζήτησε να του στείλει 1.400 λίρες μέσω Bitcoin για να πληρώσει το εισιτήριό του. Της είπε πως ήταν ο πιο ασφαλής τρόπος κι εκείνη το έκανε. Πέρασαν κάποιες μέρες που δεν είχε νέα από τον «Μέρφι» και στη συνέχεια έλαβε ένα μήνυμα από διαφορετική διεύθυνση e-mail, αλλά και με το όνομα του, «Μέρφι Τάουνσεντ». Στο μήνυμα της ζητούσαν άλλες 15.000 λίρες για το αεροπορικό εισιτήριο και, εκείνη, πιστεύοντας ότι ήταν ο «Μέρφι», έστειλε τα χρήματα.
Τον Αύγουστο του 2021 όταν του ζήτησε φωτογραφίες του, της έστειλε φωτογραφίες από το προφίλ «Μάικ Ντάγκλας» στο Facebook. Η Σάρον θυμάται : «Τον ρώτησα, «γιατί δεν μου στέλνεις κάποιες πληροφορίες για σένα; Μερικές φωτογραφίες με τη στολή σου;» Μου έστειλε μερικές φωτογραφίες, αλλά τις έστειλε μέσω του Μάικ Ντάγκλας, οπότε όταν τον ρώτησα, μου είπε πως αυτό έγινε επειδή οι στρατιώτες δεν μπορούν να χρησιμοποιούν το Facebook όταν είναι σε αποστολή. Υποστήριξε επίσης ότι η αρχική του σελίδα στο Facebook είχε χακαριστεί από τους άνδρες που έκλεψαν τον υπολογιστή του και γι’ αυτό ένα διαφορετικό όνομα, του «Μοφτζολ Ντάνκαν » εμφανίστηκε σε μια σελίδα χρησιμοποιώντας τη φωτογραφία του.
Το μήνυμα από τον γιατρό και η ιστορία περί πυροβολισμού
Στη συνέχεια έλαβε ένα μήνυμα από κάποιον που ισχυριζόταν ότι ήταν γιατρός, ο οποίος της είπε ότι ο «Μέρφι» είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Της είπε: «Δεν έχει τις αισθήσεις του, αλλά είναι καλά, όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο και παραμένει στο νοσοκομείο». Η Σάρον δεν ρώτησε σε ποιο νοσοκομείο βρισκόταν, αλλά, πιστεύοντας ότι ο «Μέρφι» τραυματίστηκε, δεν επικοινώνησε μαζί του μέχρι που εκείνος της έστειλε μήνυμα στις αρχές Οκτωβρίου. Η Σάρον περιγράφει τη συνομιλία τους: «Ήθελε να μάθει πού ήμουν τόσον καιρό που δεν είχα επαφή μαζί του. Τότε ήταν που του είπα ότι είχα εξαπατηθεί από κάποιον άλλον που χρησιμοποίησε τη διεύθυνση e-mail του. Δεν μπορούσε να το πιστέψει».
Ο «Μέρφι» ισχυρίσθηκε πως είχε πυροβοληθεί στο δρόμο για το αεροδρόμιο και ότι έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο για άλλες έξι εβδομάδες. Της είπε επίσης ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στη βάση του στρατού επειδή είχε πει ψέματα, λέγοντάς τους πως έφευγε για να επιστρέψει στην οικογένειά του στις Ηνωμένες Πολιτείες και όχι στην Βρετανίδα αγαπημένη του. Προσπαθώντας να καταλάβει πώς χρησιμοποίησε το e-mail του κάποιος άλλος, η Σάρον τον ρώτησε « Μήπως έχασες κάτι;» και εκείνος, είχε έτοιμη την απάντηση. Της είπε, «έχασα τον υπολογιστή μου όταν με πυροβόλησαν και έχασα τις αισθήσεις μου». Εκείνη τότε σιγουρεύτηκε πως κάπως έτσι ο απατεώνας μπήκε στο e-mail του «Μέρφι» και την εξαπάτησε.
Στη συνέχεια, ο «Μέρφι» ζήτησε από τη Σάρον 5.000 λίρες για να τον βοηθήσει με τους ιατρικούς λογαριασμούς, που πλήρωσε, προτού της ανακοινώσει ότι ήθελε να αφήσει οριστικά τον στρατό και να μετακομίσει μαζί της στο Μάντσεστερ.
Της είπε πως, μόλις αναρρώσει, θα επιστρέψει στις ΗΠΑ, θα τακτοποιήσει μερικές εκκρεμότητες, θα πάρει την κόρη του και θα πάνε στο Μάντσεστερ για ν΄ αρχίσουν όλοι μαζί μια νέα ζωή. Τον Οκτώβριο του 2020, άρχισε να ζητά κάθε εβδομάδα χρήματα, μεταξύ 600 £ και 1.000 λιρών κάθε φορά για να καλύψει διάφορες «διοικητικές δαπάνες», τα εισιτήρια του αεροπλάνου και να εξαγοράσει το συμβόλαιό του.