Εξαγριωμένοι διαδηλωτές εισέβαλαν σε κυβερνητικά κτίρια που είναι το ίδιο το σύμβολο της δημοκρατίας της χώρας τους. Καθοδηγούμενοι από θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με την ήττα του υποψηφίου τους στις τελευταίες εκλογές, έσπασαν τα παράθυρα, επιτέθηκαν στα γραφεία των νομοθετών και κατέστρεψαν τα γραφεία των υψηλότερων αξιωμάτων στη χώρα σε μια αναταραχή που κράτησε ώρες προτού αποκατασταθεί η τάξη.
Η επίθεση της Κυριακής, σύμφωνα με εκτενές ρεπορτάζ του Associated Press, από υποστηρικτές του πρώην προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρο στην πρωτεύουσα της Βραζιλίας έφερε αμέσως παραλληλισμούς με την επίθεση στις 6 Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ από υποστηρικτές του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ δύο χρόνια και δύο ημέρες νωρίτερα.
Οι δύο λαϊκιστές πρώην πρόεδροι είχαν στενή πολιτική συμμαχία με ένα αλληλεπικαλυπτόμενο εύρος υποστηρικτών – ορισμένοι από τους οποίους βοήθησαν στη διάδοση των ψεμάτων του Τραμπ ότι έχασε την επανεκλογή του λόγω νοθείας και αργότερα «παπαγάλισαν» παρόμοιους ισχυρισμούς του Μπολσονάρο μετά την ήττα της επανεκλογής του το περασμένο φθινόπωρο. Ο Μπολσονάρο ήταν από τους τελευταίους παγκόσμιους ηγέτες που αναγνώρισαν τη νίκη του Τζο Μπάιντεν το 2020.
«Το αμερικανικό παράδειγμα της άρνησης των εκλογών και της δημιουργίας εναλλακτικών γεγονότων, της ριζοσπαστικοποίησης της επιβολής του νόμου και της απροκάλυπτης απαξίωσης των δημοκρατικών θεσμών ήταν ένα πρότυπο που δεν νομίζω ότι ο Μπολσονάρο και οι συν αυτώ θα είχαν καταλήξει από μόνοι τους», δήλωσε ο Σκοτ Χάμιλτον, πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ στη Βραζιλία.
«Να μη συγχέουμε τις επιθέσεις»
Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποιούν να μη συγχέουμε τις δύο επιθέσεις.
Υπήρχαν «αναμφισβήτητες ομοιότητες» με την 6η Ιανουαρίου, είπε ο Γκρέιαμ Μπρούκι, ανώτερος διευθυντής του Εργαστηρίου Ψηφιακής Εγκληματολογικής Έρευνας του Ατλαντικού Συμβουλίου, το οποίο παρακολουθεί την παραπληροφόρηση σε όλο τον κόσμο.
«Ο συμβολισμός. Πολλές από τις εκκλήσεις για δράση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ιδιαίτερα παρόμοιες», είπε. «Υπάρχει όμως μια τεράστια διαφορά. Η δημοκρατία στη Βραζιλία είναι πολύ διαφορετική από τη δημοκρατία εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κουλτούρα, το πλαίσιο, ακόμα και οι θεσμοί είναι πραγματικά διαφορετικά και αυτό έχει πραγματικά σημασία».
Πολλές από τις συνδέσεις είναι ανοιχτές. Ο βουλευτής γιος του Μπολσονάρο, Εντουάρντο, το 2019 υπέγραψε συνεργασία με το διεθνές λαϊκιστικό κίνημα του συμβούλου Τραμπ, Στιβ Μπάνον. Ο Μπάνον έγινε ένας από τους πιο δυνατούς υποστηρικτές των εκλογικών ψεμάτων του Τραμπ το 2020 και ενίσχυσε τους ισχυρισμούς του Μπολσονάρο για νοθευμένο εκλογικό μηχανισμό.
Ο Τραμπ ήταν ένας από τους λίγους ξένους συμμάχους του Μπολσονάρο και ο Μπολσονάρο συχνά επιτόνιζε τις ηγετικές ικανότητες του Αμερικανού ομολόγου του, αναρτώντας ακόμα και φωτογραφίες του να παρακολουθεί τις ομιλίες του Τραμπ. Αυτός και ο γιος του επισκέφτηκαν τον Τραμπ στο Μαρ-α-Λάγκο και παρακάθισαν και οι δύο σε δείπνα στο σπίτι του Μπάνον.
Μετά τις ταραχές της Κυριακής στην Μπραζίλια, ο Μπάνον αποκάλεσε τους διαδηλωτές «Βραζιλιάνους μαχητές της ελευθερίας» σε ένα βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η Διάσκεψη Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης (CPAC), μια ομάδα δεξιών ακτιβιστών που υπήρξε ένθερμη εστία υπέρ του Τραμπ, συνήλθε στο Σάο Πάολο τον Σεπτέμβριο. Ένας από τους παρευρισκομένους, ο πρώην εκπρόσωπος του Τραμπ, Τζέισον Μίλερ, συνελήφθη αργότερα από τις Αρχές της Βραζιλίας πριν φύγει από τη χώρα.
«Δεν υποστηρίζουμε τη βία, αλλά πιστεύουμε ότι οι ειρηνικές διαμαρτυρίες είναι κατάλληλες και ότι η κατάσταση στη Βραζιλία θα πρέπει να διερευνηθεί πλήρως», δήλωσε ο Ματ Σλαπ, επικεφαλής διοργανωτής της CPAC, σε δήλωση στο Associated Press για τις ταραχές του Σαββατοκύριακου.
Οι διαδηλωτές εισέβαλαν στο Κογκρέσο, το Ανώτατο Δικαστήριο και το προεδρικό μέγαρο της Βραζιλίας, με ορισμένους να ζητούν από τον στρατό να εκδιώξει τον πρόεδρο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Άλλοι ανέμιζαν πανό δηλώνοντας ότι πίστευαν ότι ο εκλογικός μηχανισμός είχέ προγραμματιστεί να υφαρπάξει τις εκλογές από τον Μπολσονάρο, θυμίζοντας τα πλακάτ που κράδαιναν οι εισβολείς της 6ης Ιανουαρίου που προωθούν παρόμοιες θεωρίες συνωμοσίας στις ΗΠΑ.
Οι εικόνες των Βραζιλιάνων διαδηλωτών να παλεύουν με την αστυνομία που φρουρεί το συγκρότημα, να εισβάλλουν σε κυβερνητικά γραφεία και να κάνουν άνω-κάτω τα γραφεία των βουλευτών της αντιπολίτευσης προστέθηκαν στις αναδρομές σχετικά με την επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ.
Οι επιθέσεις ακολούθησαν τους μήνες κατά τους οποίους ο Μπολσονάρο εκμεταλλεύτηκε τους φόβους για την εκλογική ακεραιότητα χωρίς να προσφέρει στοιχεία, παρόμοια με τον Τραμπ το 2020.
Τον Νοέμβριο, ο Μπολσονάρο κατηγόρησε την απώλεια του σε σφάλμα λογισμικού και ζήτησε να ακυρωθούν οι περισσότερες ηλεκτρονικές ψηφοφορίες. Ανεξάρτητοι ειδικοί απέρριψαν τον ισχυρισμό του και η προσπάθεια του Μπολσονάρο να ακυρώσει τις ψηφοφορίες απέτυχε.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξακολουθούσαν να σφύζουν από παραπληροφόρηση σχετικά με τις εκλογές μετά το τέλος τους και οι αναρτήσεις που παρότρυναν τους Βραζιλιάνους να συγκλεντρωθούν στην πρωτεύουσά τους την Κυριακή για να αμφισβητήσουν τα εκλογικά αποτελέσματα έγιναν viral στο TikTok, το Facebook, το Telegram και άλλες πλατφόρμες. Μία ανάρτηση συγκέντρωσε περισσότερες από 800.000 προβολές μόλις από την Παρασκευή, σύμφωνα με ανάλυση του Aos Fatos, μιας βραζιλιάνικης οργάνωσης ελέγχου δεδομένων.
Η Ουέντι Βία, πρόεδρος του Global Project Against Hate and Extremism, είπε ότι οι ταραχές της Κυριακής είναι ακόμα ένα παράδειγμα του πώς η διαδικτυακή παραπληροφόρηση και η ρητορική μπορούν να υποκινήσουν τη βία εάν αναπτυχθούν από έναν ηγέτη με αρκετά μεγάλο κοινό.
«Το περιμέναμε», είπε η Βία. «Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη Βραζιλία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Πρέπει να συγκρίνουμε αυτό που συνέβη στη Βραζιλία με τις 6 Ιανουαρίου; Λέω 100%, γιατί έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά».
Σημαντικές διαφορές
Υπάρχουν όμως σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο επιθέσεων και των δυνάμεων στις δύο χώρες που τις προώθησαν.
«Αυτό δεν ήταν μέρος ενός ενορχηστρωμένου κινήματος για την ανατροπή των εκλογικών αποτελεσμάτων», δήλωσε ο Κρίστοφερ Γκάρμαν, διευθύνων σύμβουλος Αμερικής για τον Όμιλο Ευρασίας, μια ομάδα συμβούλων πολιτικών κινδύνων. «Είναι λίγο διαφορετικές οι παράμετροι» από τις 6 Ιανουαρίου, είπε.
Στις 6 Ιανουαρίου 2021, ο Τραμπ ήταν ακόμη πρόεδρος και προέτρεψε τους υποστηρικτές του να διαδηλώσουν προς το Καπιτώλιο και να σταματήσουν την επικύρωση από το Κογκρέσο της νίκης του Τζο Μπάιντεν. Στην Μπραζίλια, η διαμαρτυρία έγινε μια Κυριακή, όταν λίγοι βρίσκονταν σε κυβερνητικά γραφεία και ο Μπολσονάρο είχε ήδη παραιτηθεί από την εξουσία.
Ο Μπολσονάρο είχε μάλιστα εγκαταλείψει τη χώρα – στην πολιτεία που είχε υιοθετήσει ο Τραμπ, τη Φλόριντα, όπου φαίνεται ότι διέμενε στην περιοχή του Ορλάντο. Τη Δευτέρα εισήχθη σε νοσοκομείο, παραπονούμενος για πόνους στην κοιλιά.
Ο Γκάρμαν είπε ότι η συμβολή του Μπολσονάρο μπορεί να ελέγχθηκε από το ανώτατο δικαστήριο της Βραζιλίας, το οποίο δεν χαρίζεται στην παραπληροφόρηση σχετικά με τις εκλογές, σε σημείο να λογοκρίνει τους λογαριασμούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τις ειδήσεις που έκρινε παραπλανητικές. Ο Μπολσονάρο ήξερε ότι, αν πίεζε πολύ, το δικαστήριο θα μπορούσε να αποφανθεί ότι δεν θα μπορούσε να είναι ξανά υποψήφιος για δημόσιο αξίωμα.
«Αν είχε ακολουθήσει την πορεία του Τραμπ, τα πολιτικά του δικαιώματα θα είχαν ήδη ανασταλεί», είπε ο Γκάρμαν.
Η κατάσταση στη Βραζιλία είναι επίσης πιο τεταμένη απ’ ό,τι στις ΗΠΑ. Η συστημική διαφθορά προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία σε αυτή τη χώρα, όπως και η σταθερότητα μιας αρκετά νέας δημοκρατίας έπειτα από δεκαετίες αυταρχικής διακυβέρνησης τη δεκαετία του ’80. Ο άνδρας που κέρδισε τον Μπολσονάρο, ο Λούλα, είναι πρώην πρόεδρος που φυλακίστηκε με κατηγορίες διαφθοράς κατά τις αρχικές εκλογές του Μπολσονάρο το 2018, για να ακυρωθεί εντέλει η καταδίκη του από το ανώτατο δικαστήριο της Βραζιλίας.
Ο θυμός κατά του κατεστημένου μπορεί να ακούγεται οικείος σε όσους παρακολουθούν την πολιτική των ΗΠΑ – ένα υπερπολωμένο πολιτικό περιβάλλον και ένα αποδυναμωμένο κέντρο, μαζί με την αυξανόμενη δυσπιστία τόσο στους θεσμούς όσο και στην απέναντι πλευρά.
«Δεν είναι υγιές για καμία δημοκρατία να έχει αυτά τα επίπεδα δυσπιστίας», είπε ο Γκαρμάν.
Πηγή: Associated Press