Οι ευρωβουλευτές Mάνφρεντ Βέμπερ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της «Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης», και η Χίλντεγκραντ Μπέντελε, επίσης του ΕΛΚ και μέλος της Ολομέλειας της Διάσκεψης, παραχώρησαν σήμερα συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο σχετικά με την πορεία και τις προοπτικές της.
Ο κ. Βέμπερ τόνισε, μεταξύ άλλων: «Είμαστε καταρχάς ευτυχείς που υπάρχει αυτή η Διάσκεψη διότι μέχρι τώρα υπήρχε η εντύπωση ότι η Ευρώπη δρα, προχωρά μόνο όταν η καταστροφή βρίσκεται προ των πυλών, όπως συνέβη λ.χ. με το προσφυγικό/μεταναστευτικό ή την πανδημία. Η ανάγκη της ύπαρξής της αποδεικνύεται και από άλλα, παγκόσμιας εμβέλειας θέματα όπως είναι η οικονομία ή οι σχέσεις με την Κίνα», ενώ χαρακτήρισε «καλό στοιχείο το γεγονός ότι θέσαμε στο επίκεντρο της Διάσκεψης τον διάλογο με τους πολίτες -και με διαδικτυακές πλατφόρμες στις οποίες συμμετείχαν πολλοί και ιδίως νέοι- για να συζητήσουμε το μέλλον της Ευρώπης. Η καλή πολιτική ξεκινά από το να ακούει κανείς τους πολίτες, τα θέματα τα οποία τους απασχολούν και με αυτήν την λογική οικοδομείται η Διάσκεψη», όπως είπε.
«Πέραν όμως των συζητήσεων, στο τέλος της ημέρας απαιτείται δράση. Οι δύο όψεις της πολιτικής: η καταγραφή των αναγκών των πολιτών, όσων τους απασχολούν και η άλλη η εφαρμογή των λύσεων. Ο κορονοϊός αποτελεί βέβαια ένα εμπόδιο και οι καθυστερήσεις μπορεί να οδηγήσουν στην απογοήτευση, αλλά αυτό πρέπει να το εμποδίσουμε», συνέχισε.
Ο Μάνφρεντ Βέμπερ πρόσθεσε επίσης ότι «θέματα τα οποία απασχολούν τους Ευρωπαίους πολίτες όπως η κλιματική αλλαγή, ή το προσφυγικό/μεταναστευτικό, δεν μπορούν να επιλυθούν μονομερώς ή επί τη βάσει ιδεολογιών αλλά με τρόπο ρεαλιστικό. Σε άλλα θέματα, όπως είναι η κοινωνική Ευρώπη, οι πολίτες αναφέρονται στις διαφορές που υπάρχουν στον τομέα αυτό, μεταξύ λ.χ. της Φινλανδίας και της Ν. Ευρώπης. Επίσης, διαπιστώσαμε στον διάλογο τις διαφορές απόψεων που υπάρχουν λ.χ. σχετικά με το Σύμφωνο Σταθερότητας. Σε πολλά από αυτά τα θέματα δεν μπορούμε να επιτύχουμε το απόλυτο, ο διάλογος όμως με τους πολίτες μας δίνει μια πρόσθετη ώθηση ώστε να προχωρήσουμε στην επίλυση τόσο σύνθετων θεμάτων», όπως είπε.
Κατά τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος «προτεραιότητα πρέπει να έχει η τεχνική πλευρά των θεμάτων. Οι πολίτες συμμετέχουν στον διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης με ιδέες έχοντας την προσδοκία ότι μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή, οπότε τίθεται το ερώτημα εάν η Ευρώπη με τη σημερινή δομή της μπορεί να δράσει. Πρόκειται για ένα βασικό ερώτημα. Η Ευρώπη είναι σήμερα μια νομοθετική μηχανή αλλά δεν έχει εκτελεστική εξουσία για να αντιμετωπίσει στην πράξη θέματα που αφορούν λ.χ. στη δράση της Frontex στα σύνορα Πολωνίας-Λευκορωσίας. Η εκτελεστική εξουσία της Ευρώπης πρέπει να ενδυναμωθεί. Θέλουμε μια Ευρώπη της δράσης, όχι μόνο να δίνει κατευθύνσεις. Ένα άλλο θέμα είναι η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων. Σύμφωνα με τις Συνθήκες στο θέμα του κορονοϊού η Ευρώπη δεν έχει καμία αρμοδιότητα να δράσει πανευρωπαϊκά. Γι’ αυτό και κάθε χώρα δρα μεμονωμένα. Θα πρέπει λοιπόν σε θέματα όπως αυτό να μπορεί να δρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα πρέπει να ενισχυθούν οι αρμοδιότητές της. Στο πλαίσιο της λειτουργίας της Ευρώπης θα πρέπει να δούμε και το μέγα θέμα των επόμενων δεκαετιών, την πολιτική της κοινής πολιτικής για την Εξωτερική Ασφάλεια. Πρέπει επίσης να συζητήσουμε για την κλιματική αλλαγή, για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για την ενδυνάμωσή του, τις αρμοδιότητές του και να κάνουμε τις επόμενες ευρωεκλογές το 2024 πραγματικές ευρωεκλογές».
Στη συνέχεια ο κ. Βέμπερ χαρακτήρισε θετικό το γεγονός ότι «η Γερμανία τάσσεται υπέρ της ενσωμάτωσης των Δ. Βαλκανίων στην Ευρώπη. Σχετική δήλωση για την Τουρκία δεν υπάρχει και θα πρέπει (επιτέλους) να συζητήσουμε μέχρι πού φτάνει η Ευρώπη, πού είναι τα σύνορά της, πού πρέπει να σταματήσουμε με τη διεύρυνση. Εγώ (πάντως) έχω τη γνώμη ότι η Τουρκία δεν μπορεί να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Τέλος, ο Χριστιανοδημοκράτης πολιτικός είπε πως διαπιστώνει -ιδίως στον διάλογο με εκπροσώπους της νεολαίας- ότι «η Ευρώπη χρειάζεται ένα νέο αφήγημα. Φυσικά η διαφύλαξη της ειρήνης είναι ένας από τους θεμελιώδεις πυλώνες της και αυτό το έχουν εμπεδώσει και οι νέοι. Το νέο αφήγημα θα πρέπει να είναι ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής, οι ιδέες, οι αξίες μας, οι οποίες να μπορούν να βιώνονται στην πράξη και τις οποίες να υπερασπιζόμαστε σε παγκόσμιο επίπεδο. Γι’ αυτό χρειάζεται η Ευρώπη. Δεν πρέπει να αναζητούμε απλώς τον κοινό παρονομαστή, αλλά να λειτουργήσουμε πιο φιλόδοξα. Θέσαμε τις βάσεις στη Διάσκεψη, έστω και αν δεν έχουμε διατυπώσει ακόμα τα τελικά συγκεκριμένα συμπεράσματα τα οποία θα πρέπει να επικυρωθούν από το Ευρωπαϊκό και τα εθνικά κοινοβούλια για να έχουν μια ευρεία νομιμοποίηση», κατέληξε.
Η κ. Μπέντελε είπε ότι «η Διάσκεψη για την Ευρώπη είναι ένα πολύ σημαντικό πείραμα διότι προσπαθούμε να ενσωματώσουμε στον διάλογο τους ίδιους τους πολίτες. Ξεκινήσαμε με μια καθυστέρηση ενός έτους λόγω του κορονοϊού και προσπαθούμε να κατασκευάσουμε μια γέφυρα μαζί τους. Θέλουμε να σκεφτόμαστε με ευρύτερο ορίζοντα και χαίρομαι για τους επόμενους 2-3 μήνες διαλόγου».