Με απόφαση-ράπισμα απειλείται η Άγκυρα από την Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force-FAFT), καθώς σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσίευσαν πρώτοι οι «Financial Times», ετοιμάζεται σήμερα να βάλει την Τουρκία στη «γκρίζα λίστα» των χωρών που έχουν αποτύχει να καταστείλουν φαινόμενα ξεπλύματος μαύρου χρήματος και χρηματοδότησης τρομοκρατικών ομάδων.
Η απόφαση έχει εξαιρετική σημασία, δεδομένου πως η FATF είναι ένα διεθνής οργανισμός που συστάθηκε το 1989, με πρωτοβουλία της G7, ακριβώς με στόχο την υιοθέτηση προτύπων και κανόνων για την καταπολέμηση του μαύρου χρήματος και των τρομοκρατικών κονδυλίων, με στόχο την προστασία της ακεραιότητας του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος.
Μια αρνητική αξιολόγηση και υποβάθμιση από την FATF θα «στριμώξει» ακόμη περισσότερο την τουρκική οικονομία περιορίζοντας τη δυνατότητα της να προσελκύσει σημαντικές ξένες επενδύσεις σε ένα διάστημα που η ροή των ξένων επενδύσεων προς τη γείτονα έχει ήδη υποχωρήσει στο χαμηλότερο σημείο εδώ και είκοσι χρόνια.
Είναι δε, βέβαιο ότι θα προκαλέσει νέο πλήγμα στην ήδη αποδυναμωμένη τουρκική λίρα, οι απώλειες της οποίας ανέρχονται περίπου στο 20% από τις αρχές της χρονιάς έναντι του αμερικανικού δολαρίου, πυροδοτώντας ένα ντόμινο ανατιμήσεων που επιδείνωσαν αισθητά την ποιότητα ζωής του πληθυσμού, εντείνοντας τη λαϊκή δυσφορία κατά της κυβέρνησης και κατά του Ερντογάν προσωπικά.
Παρέα με τη… Συρία και την Υεμένη
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η εισήγηση των αξιωματούχων, που θα συζητηθεί σε σημερινή συνεδρίαση των 39 μελών της Ομάδας, στην έδρα του οργανισμού, στο Παρίσι, είναι αρνητική για την Τουρκία και προτείνει να τεθεί η χώρα σε ειδικό καθεστώς επόπτευσης από το International Co-Operation Review Group, κάτι που σημαίνει πως οι συναλλαγές της θα περνούν από το μικροσκόπιο. Στη γκρίζα λίστα της FATF βρίσκονται ήδη 22 χώρες, μεταξύ τους η Αλβανία, το Μαρόκο, η Συρία, το Νότιο Σουδάν και η Υεμένη.
Πέραν αυτού θεωρείται βέβαιο ότι η απόφαση της FATF θα αυξήσει την πίεση προς την Ε.Ε. να προσθέσει επίσης την Τουρκία στη δική της μαύρη λίστα των χωρών που θεωρούνται ύποπτες για ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Το ΔΝΤ, σε έκθεση του τον περασμένο Μάιο, υπολόγισε πως η ένταξη μιας χώρας στην γκρίζα λίστα της FATF, έχει τεράστια αρνητική επίδραση στη ροή κεφαλαίων και άμεσων ξένων επενδύσεων επιφέροντας απώλειες που μπορεί να φτάσουν έως και στο 3% του ΑΕΠ. Για την Τουρκία ένα τέτοιο ποσοστό μεταφράζεται σε ζημιά ύψους 23 δισ. δολαρίων!
Ακόμη κι αν οι απώλειες δεν φτάσουν τα επίπεδα αυτά, σίγουρα δεν θα είναι αμελητέες, σε ένα διάστημα που η τουρκική οικονομία δεν έχει τις αντοχές για νέα χτυπήματα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της τουρκικής κεντρικής τράπεζας, το σύνολο των ξένων επενδύσεων στις αρχές Αυγούστου (σε μετοχές και ομόλογα) βρισκόταν μόλις στα 30,6 δισ. δολάρια. Για το σύνολο της περσινής χρονιάς οι άμεσες ξένες επενδύσεις ανήλθαν σε 5,7 δισ. δολάρια, ήτοι δηλαδή ούτε καν στο μισό των τουλάχιστον 19 δισ. δολαρίων που είχε προσελκύσει η Τουρκία στο αποκορύφωμα της επενδυτικής της… λάμψης, το 2007.
Είχε προειδοποιηθεί!
Σημειωτέον πως η απόφαση της FATF δεν θα… πιάσει στον ύπνο την Άγκυρα, δεδομένου πως ο διεθνής οργανισμός έχει προειδοποιήσει την Τουρκία πως βρίσκεται στο στόχαστρο του, ήδη από το Δεκέμβριο του 2019. Όμως, φαίνεται πως η τουρκική κυβέρνηση δεν έλαβε σοβαρά υπόψη της την προειδοποίηση αυτή, παρά το γεγονός πως η ίδια υποστηρίζει πως τα μέτρα που έλαβε πέρυσι κάλυπταν τις επισημάνσεις της Ομάδας.
Η Άγκυρα αναφέρεται στην αμφιλεγόμενη νομοθεσία για τις ΜΚΟ, ήτοι το νομοσχέδιο για την «Πρόληψη χρηματοδότησης της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής» που είχε επικυρωθεί από την τουρκική Βουλή τον περασμένο Δεκέμβριο. Επικριτές του Ερντογάν, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και ακτιβιστικές οργανώσεις εντός και εκτός Τουρκίας ισχυρίζονταν τότε (αλλά και τώρα) πως με πρόσχημα την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι αρχές αποκτούσαν το δικαίωμα να παρεμποδίζουν και να ελέγχουν τις δραστηριότητες των ΜΚΟ στη χώρα.
Προφανώς η διαφαινόμενη κατάταξη της Τουρκίας στην γκρίζα λίστα της FATF σημαίνει πως και η Ομάδα συμμερίζεται, αν μη τι άλλο, την άποψη πως η συγκεκριμένη νομοθεσία δεν κάλυψε τις υποχρεώσεις της Άγκυρας σε σχέση με την αποτελεσματική καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος.