Τουρκία: Ο Κιλιτσντάρογλου στο στόχαστρο του νέου νόμου περί παραπληροφόρησης

Ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης υποστήριξε ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιούσε μέρος βρώμικων χρημάτων από την διακίνηση μεθαμφεταμίνης για να αναπληρώσει το δημόσιο έλλειμμα

Ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης της Τουρκίας και πιθανός υποψήφιος για την προεδρία κατά τις επόμενες προεδρικές εκλογές είναι ο πρώτος που κατηγορείται στο πλαίσιο του νέου νόμου περί παραπληροφόρησης.

Σύμφωνα με πηγή του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), που επιβεβαιώνει τις πληροφορίες του Τύπου, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου διώκεται για «δημόσια διασπορά παραπλανητικών πληροφοριών» από την διεύθυνση της τουρκικής αστυνομίας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 29 αυτού του επίμαχου νόμου, που ψηφίσθηκε τον περασμένο μήνα από το τουρκικό κοινοβούλιο, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης έως και τριών ετών.

Την Δευτέρα, είχε καταγγείλει μέσω του Twitter την ευθύνη της κυβέρνησης του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) για την διάδοση αυτού που αποκάλεσε «επιδημία μεθαμφεταμινών» στην Τουρκία.

Ο ηγέτης του CHP, του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο, υποστήριξε ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιούσε μέρος των βρώμικων χρημάτων από αυτήν την διακίνηση για να αναπληρώσει το δημόσιο έλλειμμα.

Σε βίντεο που ανήρτησε μέσω του Twitter δήλωσε: «Έφεραν αυτό το ναρκωτικό στη χώρα, είπαν στους (διακινητές) “ελάτε με τα χρήματά σας” και μετά έκλεισαν τα μάτια».

Ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού του απάντησε την επόμενη μέρα, επίσης μέσω του Twitter, ότι δεν αρμόζει σε Τούρκο πολίτη, ακόμη λιγότερο σε πρόεδρο κόμματος, να συκοφαντεί το κράτος, την αστυνομία, τη χωροφυλακή και τον στρατό».

Σύμφωνα με τον δικηγόρο του CHP Τζελάλ Τσελίκ, που επικαλείται το προσκείμενο στην τουρκική αντιπολίτευση πρακτορείο ειδήσεων Anka, «οι αρχές είχαν προειδοποιήσει ότι το άρθρο 29 θα εφαρμοσθεί κατά πολιτικών προσωπικοτήτων με στόχο τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Αυτό ακριβώς συνέβη».

Ο νόμος περί παραπληροφόρησης, που ψηφίσθηκε στις 13 Οκτωβρίου παρά την έντονη κριτική των οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθεροτυπία, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως πέντε ημέρες αργότερα.