Το δημογραφικό πρόβλημα της Ιαπωνίας ως παγκόσμια πρόκληση

Από το 1974 η γεννητικότητα στην Ιαπωνία έπεσε κάτω από την αναλογία των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, που αποτελεί τον ρυθμό αντικατάστασης του υφιστάμενου πληθυσμού

Οι δηλώσεις του Ιάπωνα πρωθυπουργού Φούμιο Κισίντα σχετικά με το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας του θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μία συνηθισμένη για πολιτικό άσκηση κινδυνολογίας.

Ωστόσο, η γλώσσα των αριθμών είναι αμείλικτα αποκαλυπτική. Από το 1974 η γεννητικότητα στην Ιαπωνία έπεσε κάτω από την αναλογία των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, που αποτελεί τον ρυθμό αντικατάστασης του υφιστάμενου πληθυσμού. Το 2008 η χώρα κατέγραψε την πρώτη μείωση πληθυσμού σε καιρό ειρήνης. Το 2021 καταγράφηκαν 811.000 γεννήσεις έναντι 1.440.000 θανάτων. Για το 2022 το ιαπωνικό υπουργείο Υγείας προϊδεάζει ότι ο απολογισμός θα είναι λιγότερες από 800.000 γεννήσεις. Με άλλα λόγια το ιστορικό χαμηλό των γεννήσεων επήλθε οκτώ χρόνια νωρίτερα του αρχικώς αναμενόμενου, πιθανότατα λόγω της πανδημικής αναστάτωσης.

Με αυτούς τους ρυθμούς, η Ιαπωνία των 126 εκατομμυρίων κατοίκων προορίζεται να χάσει το ένα τρίτο του πληθυσμού της μέχρι το 2060. Και σε αντίθεση προς άλλες ανεπτυγμένες χώρες που συγκαλύπτουν το πρόβλημα δια της εισροής μεταναστών, η Ιαπωνία επιμένει στην πολιτισμική ομοιογένειά της και κάθε άλλο παρά ενθαρρύνει τη μετανάστευση.

Η μείωση του απόλυτου αριθμού του πληθυσμού συμβαδίζει βέβαια με την γήρανσή του, αλλά και με τη ραγδαία αστικοποίησή του, ενώ βρίσκεται σε σχέση αλληλοτροφοδοσίας με την οικονομική στασιμότητα της Ιαπωνίας.

Η Ιαπωνία εμφανίζει το υψηλότερη προσδόκιμο επιβίωσης στον κόσμο, με έναν στους 1.500 Ιάπωνες να ξεπερνά τα 100 έτη και τους άνω των 65 ετών να αποτελούν το 28% του πληθυσμού. Η διάμεση ηλικία να διαμορφώνεται στα 49 έτη.

Η ιαπωνική ύπαιθρος εμφανίζει εικόνα ερήμωσης, παρά τα έργα ενίσχυσης των υποδομών που αναλήφθηκαν από τη δεκαετία του 1970. Η περιφέρεια Κάντο, όπου και η πρωτεύουσα Τόκιο, συγκεντρώνει 37 εκατομμύρια κατοίκους, ήτοι το 30% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Από τον Απρίλιο, η κρατική οικονομική βοήθεια προς τις οικογένειες που μετεγκαθίστανται από το Τόκιο σε κάποιον από τους 1.800 επαρχιακούς δήμους θα αυξηθεί στο ένα εκατομμύριο γιεν.

Εν τω μεταξύ, ο ρυθμός αύξησης του ιαπωνικού ΑΕΠ επιβραδύνθηκε από το 4,9% το 1990 (όταν η χώρα εισερχόταν στη “χαμένη δεκαετία”, λόγω του σκασίματος της φούσκας των ακινήτων) στο 0,3% το 2019, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Παράλληλα, το μέσο πραγματικό ετήσιο εισόδημα των νοικοκυριών συρρικνώθηκε από τα 6,59 εκατ. γιεν το 1995 στα 5,64 εκατομμύρια το 2020, σύμφωνα με στοιχεία του ιαπωνικού υπουργείου Υγείας και Εργασίας.

Παντού στον κόσμο η αστικοποίηση συμβαδίζει με μείωση της γεννητικότητας, ενώ και η χρόνια στασιμότητα προφανώς αποθαρρύνει τη δημιουργία νέων οικογενειών. Αναρωτιέται, όμως κανείς αν η οξύτητα του δημογραφικού προβλήματος στην ιαπωνική περίπτωση έχει να κάνει και με πολιτιστικούς παράγοντες. Αν πάντως αυτό ισχύει, το παράδοξο γίνεται εντονότερο, διότι παρά την είσοδο των γυναικών στην παραγωγή, οι παραδοσιακοί έμφυλοι ρόλοι είναι πολύ ισχυροί στην Ιαπωνία, όπου μόνο για “καλπασμό” του φεμινισμού δεν μπορούμε να μιλάμε. Το βάρος για τις Γιαπωνέζες είναι διπλό (εργασιακή ζωή με υποβαθμισμένους όρους και αποκλειστική φροντίδα του νοικοκυριού), ενώ όλα τα κατά καιρούς εξαγγελθέντα μέτρα ενίσχυσης της οικογένειας και της παιδικής φροντίδας έχουν αποδειχθεί κατώτερα των προσδοκιών.

Στο αποπροσανατολιστικό κράμα ρήξης και συνέχειας με την παράδοση που αντιπροσωπεύει η μεταπολεμική Ιαπωνία, η μεν θρησκευτικότητα (που θεωρείται ότι παντού στον κόσμο συμβαδίζει με τη δημιουργία μεγαλύτερων οικογενειών) δεν παίζει μεγάλο ρόλο, όμως η πατριαρχία παραμένει ισχυρή και την ίδια ώρα οι απαιτήσεις του ανταγωνισμού της σύγχρονης αγοράς ενισχύονται. Ολοένα και περισσότεροι νέες και νέες αποφεύγουν τον γάμο, ενώ στην πιο ακραία περίπτωση “αρνούνται” την ίδια την ενηλικίωση, όπως δείχνει το φαινόμενο των “χικικομόρι”, δηλ. των περισσότερων από ένα εκατομμύριο πρώην εφήβων που παραμένουν έγκλειστοι στο δωμάτιό τους.

Σε κάθε περίπτωση, αφαιρώντας τα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία, η Ιαπωνία αποκαλύπτεται ότι δεν αποτελεί παρά την πιο προωθημένη εκδήλωση μιας παγκόσμιας τάσης. Στη γειτονική της Νότια Κορέα (όπου περίπου το ήμισυ του πληθυσμού έχει συγκεντρωθεί στη μείζονα Σεούλ των 25 εκατομμυρίων) η γεννητικότητα είναι εδώ και τρία χρόνια η χαμηλότερη στο κόσμο με αναλογία 0,79 παιδιών ανά γυναίκα, έναντι 1,3 στην Ιαπωνία και 1,6 στις ΗΠΑ. Η Κίνα επίσης ανέφερε πέρσι μείωση πληθυσμού για πρώτη φορά από το 1961 (οπότε το “Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός” του Μάο είχε οδηγήσει σε λιμό). Ακόμη και στην Ινδία, η οποία φέτος θα ξεπεράσει την Κίνα σε συνολικό πληθυσμό, αντιστοιχούν πλέον μόλις δύο παιδιά ανά γυναίκα.

Αν την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας η ανθρωπότητα ξεπέρασε ένα μεγάλο ιστορικό ορόσημο, με τη συγκέντρωση περισσότερου πληθυσμού στα αστικά κέντρα απ’ ό,τι στην ύπαιθρο, η τρέχουσα δεκαετία θα είναι αυτή στην οποία θα γίνει αντιληπτό ότι η πληθυσμιακή αύξηση φρενάρει παντού (εκτός προς το παρόν της Αφρικής). Η πλειονότητα των ανθρώπων ζει πλέον σε χώρες με μειούμενο πληθυσμό, με αποτέλεσμα και οι σχετικές προβολές του ΟΗΕ να αναπροσαρμόζονται. Αντί για εκτόξευση, όπως προβλεπόταν, του παγκόσμιου πληθυσμού από τα 8 δισεκατομμύρια το 2022 στα 10,9 το 2100 με τάση για περαιτέρω αύξηση, η νέα εκτίμηση της έκθεσης UN World Population Prospects κάνει λόγο για κορύφωση το 2086 στα 10,4 δισεκατομμύρια, που θα είναι και ο υψηλότερος αριθμός που πρόκειται να καταγραφεί.

Το πώς μπορεί να εξελιχθεί ο παγκόσμιος καπιταλισμός αντιμετωπίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία του μείωση του πληθυσμού και άρα αύξηση της παραγωγικότητας που θα απαιτείται από το εργατικό δυναμικό είναι ίσως το μέγα ερώτημα του αιώνα.

 

Πηγή: Capital.gr