Τι αλλαγές θα φέρει η εκλογή του νέου Προέδρου.
H επικράτηση του Τζο Μπάιντεν προκαλεί τεράστιους πονοκεφάλους στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος χάνει τώρα την προστασία από το κατεστημένο της Ουάσιγκτον που του παρείχε ο Ντόναλντ Τραμπ λόγω της στενής σχέσης τους, μιας σχέσης που του άνοιξε το παράθυρο για την επιθετική, αναθεωρητική του πολιτική.
Ο Μπάιντεν είναι απίθανο να ανεχθεί την επιθετικότητα του Ερντογάν και ως εκ τούτου δεν θα προκαλέσει έκπληξη αν προκύψουν σοβαρές διαφωνίες και ρήγματα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Όπως εξηγεί στο Euractiv ο Χένρι Τζ. Μπάρκεϊ, πρώην στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, νυν καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Lehigh και συνεργάτης της δεξαμενής σκέψης Council of Foreign Relations, επί των ημερών του Τραμπ οι σχέσεις Ουάσιγκτον – Άγκυρας βρέθηκαν στο επίκεντρο σοβαρότατων διαφωνιών και συγκρούσεων με αφορμή σειρά θεμάτων, όπως η επέμβαση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στη Συρία κατά των Κούρδων συμμάχων των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά του ISIS. Ο Τραμπ προκάλεσε σοκ και οργή σε Δημοκρατικούς αλλά και Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο όταν άναψε το πράσινο φως στον Ερντογάν για τη μερική κατάληψη της Βόρειας Συρίας, αλλά και με τη μείωση των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή. «Αντίθετα, ο Μπάιντεν έχει δηλώσει ότι “η Τουρκία είναι το πραγματικό πρόβλημα” και ότι θα πει στον Ερντογάν πως “θα πληρώσει βαρύ τίμημα”. Ως εκ τούτου, οι πιθανότητες είναι ότι η νέα κυβέρνηση θα αυξήσει τη βοήθεια προς τους Κούρδους της Συρίας, δεδομένου ότι το ISIS παραμένει μια σοβαρή απειλή» -όπως φάνηκε και από την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στη Νίκαια.
Η λίστα των προβλημάτων του Ερντογάν με την Ουάσιγκτον
Ο Τούρκος πρόεδρος δηλώνει αποφασισμένος να επεκτείνει την επιρροή της χώρας του στη Μεσόγειο. Ο Ερντογάν παρενέβη αποφασιστικά στη Λιβύη υπέρ της κυβέρνησης Σάρατζ, στέλνοντας drones, συμβούλους και χιλιάδες Σύρους τζιχαντιστές στη μάχη κατά των δυνάμεων του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, τακτική που εφαρμόζει και υπέρ του Αζερμπαϊτζάν στη σύγκρουση με την Αρμενία για το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Από την άλλη, όπως σημειώνει ο Αμερικανός καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, η Τουρκία του Ερντογάν αμφισβητεί ως γνωστόν τις ΑΟΖ δύο μελών της ΕΕ, Ελλάδας και Κύπρου, στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά η τακτική τού «όλα ή τίποτα» του Τούρκου προέδρου απειλεί να πυροδοτήσει μια σοβαρή σύρραξη με στρατιωτικές επιπτώσεις. Ωστόσο, η πιο άμεση πρόκληση αναφορικά με την Τουρκία για τη νέα κυβέρνηση Μπάιντεν ίσως να είναι η διαμάχη με την Άγκυρα για την αγορά από τη Ρωσία των S-400, που συνιστούν απειλή για τα υπερσύγχρονα αμερικανικά μαχητικά F-35. «Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους προειδοποίησαν κατ’ επανάληψιν την Τουρκία με σοβαρές συνέπειες αν προχωρήσει στην αγορά των S-400, αλλά ο Ερντογάν αγνόησε τις εκκλήσεις υποθέτοντας ότι οι σύμμαχοι στο τέλος θα ενδώσουν όπως και στο παρελθόν, επειδή “η Τουρκία είναι απλώς πολύ σημαντική”, και ότι ο Τραμπ θα έβρισκε κάποιο τρόπο να αντιπαρέλθει αυτή την πρόκληση. Προς έκπληξή του οι ΗΠΑ έδρασαν γρήγορα αποπέμποντας από το πρόγραμμα των F-35 την Τουρκία, που δεν θα λάβει κανένα από τα αεροσκάφη στα οποία υπολόγιζε η πολεμική της αεροπορία για την ανανέωση του γηράσκοντος στόλου της. Και η Τουρκία, που σχεδίαζε να αποκομίσει δισεκατομμύρια δολάρια από την παραγωγή και εξαγωγή ανταλλακτικών των F-35, βρίσκεται τώρα αποκλεισμένη, χάνοντας και τα οφέλη της μεταφοράς τεχνολογίας», υπογραμμίζει ο αναλυτής.
Η Τουρκία, λέει, θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα αν δεν αναπτύξει τους S-400 -στη δοκιμή των οποίων προχώρησε πρόσφατα- αλλά δεδομένου ότι η Άγκυρα έχει πληρώσει σχεδόν 2,5 δισ. δολάρια στη Ρωσία και ο Ερντογάν «έχει σηκώσει» τόσο πολύ το θέμα, δεν μπορεί να επιστρέψει έτσι απλά το σύστημα στη Μόσχα. Χώρια που ακόμη κι αν δεν αναπτύξει τους πυραύλους, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα άναβαν το πράσινο φως για την επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35, αφού η εμπιστοσύνη τους έχει κλονιστεί. Το θέμα των S-400 έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στο Πεντάγωνο, αλλά και στο Κογκρέσο, που ψήφισε κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας, οι οποίες θα ενέτειναν την αγωνία της αν δεν τις μπλόκαρε ο Τραμπ. Ωστόσο, ο Μπάιντεν, που έχει ήδη τεταμένες σχέσεις με τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του, πιθανότατα θα στηρίξει τις κυρώσεις ως διπλωματικό μοχλό πίεσης.
Ο Ερντογάν, οι περί αυτόν και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ δεν έχουν κρύψει την απέχθειά τους για τον Μπάιντεν, ο οποίος έχει ταχθεί υπέρ της στήριξης της τουρκικής αντιπολίτευσης. Ενώ δεν ξεχνούν ότι ο Δημοκρατικός πολιτικός ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ όταν εκδηλώθηκε η απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, την οποία κατά την Άγκυρα ενορχήστρωσε ο αυτοεξόριστος στην Αμερική ιμάμης Φετουλάχ Γκιουλέν. Αν και η Τουρκία ζητά επίμονα την έκδοσή του, δεν έχει προσκομίσει στις ΗΠΑ τα απαιτούμενα νομικά έγγραφα για να ξεκινήσει έρευνα εις βάρος του. Ο Ερντογάν, λέει ο Χένρι Τζ. Μπάρκεϊ, τηλεφωνούσε συχνά στον Τραμπ και τον έπειθε να συναινέσει σε αιτήματα που άφηναν άφωνη τη γραφειοκρατία της Ουάσιγκτον. «Ο Μπάιντεν», καταλήγει, «θα είναι πολύ διαφορετικός πρόεδρος. Είναι προσηλωμένος στους θεσμούς. Ο Ερντογάν δεν θα μπορεί να παρακάμπτει την αμερικανική κυβερνητική γραφειοκρατία και να έχει απευθείας πρόσβαση στον Μπάιντεν, ούτε ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα είναι πρόθυμος για αμοιβαία επωφελείς ιδιωτικές συναλλαγές».