Η τρίχρονη Σόνια με ένα φτυαράκι στο χέρι της προσπαθεί να βάλει χώμα στο δεντράκι που τοποθέτησαν τα μεγαλύτερα της αδέλφια.
Η Σόνια προσπαθεί να βάλει όλη της την δύναμη και το καταφέρνει μόνη, αρνείται την βοήθεια των αδελφών και της μητέρας της Σβετλάνα, ενώ ο μπαμπάς της , Αλεξέι, παρακολουθεί με μεγάλη συγκίνηση. Νιώθει και το λέει ότι είναι ανακουφισμένος που έσωσε τα παιδιά του από το τραγικό πόλεμο στην πατρίδα Ουκρανία.
Στο δάσος του χωριού Μονοπήγαδο του Δήμου Θέρμης,η οικογένεια του Αλεξέι,οι κάτοικοι μαζί με άλλους πρόσφυγες από την Ουκρανία που φιλοξενούνται στο χωριό εδώ και δυο εβδομάδες , πραγματοποίησαν την δεντροφύτευση, κόντρα στο φλοιοφάγο- έντομο που χτύπησε χιλιάδες δέντρα στην περιοχή.
Ο Αλεξέι πιάνει και αυτός το φτυάρι. Θέλει να φυτέψει τα «δικά του δέντρα» στο ελληνικό δάσος. «Δεν περιμέναμε τέτοια ζεστή αγκαλιά στην Ελλάδα. Είμαστε δύο φορές μετανάστες πολέμου ή πρόσφυγες, αν θέλετε. Πρώτη φορά φύγαμε από το Ντόνετσκ το 2014 όταν εισέβαλε η Ρωσία στην περιοχή μας. Φύγαμε για το Κίεβο. Μετά από οχτώ χρόνια αναγκαστήκαμε πάλι να φύγουμε μακριά απ’ το σπίτι μας!» , λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αλεξέι Κ.
«Όταν τις πρώτες μέρες του πολέμου πέσανε δύο βόμβες, η μία- κοντά στο σπίτι μας και η δεύτερη κοντά στο σχολείο των παιδιών- σκεφτήκαμε, ότι δεν χρειάζεται τα παιδιά μας να ζήσουν την φρίκη των βομβαρδισμών, του πολέμου και πήραμε απόφαση να φύγουμε. Βρήκαμε καταφύγιο στην Ελλάδα», λέει η Σβετλάνα , η ελληνικής καταγωγής σύζυγός του..
Η Σβετλάνα αγωνιά για τη ζωή της μητέρας της που ζει στην Μαριούπολη, και δεν έχουν τα νέα της. Και οι δυο δεν ελπίζουν ότι θα επιστρέψουν σύντομα , ακόμα και αν τελειώσει ο πόλεμος. “Είναι δύσκολα να ζήσουμε σε μία χώρα που είναι γεμάτα ερείπια και θραύσματα, όπλα και νάρκες” λέει ο Αλεξέι ενώ ελπίζει, τα τρία τους παιδιά να πάνε στο ελληνικό σχολείο και θα μάθουν την ελληνική γλώσσα.
«Το μέλλον μας είναι αβέβαιο αλλά εδώ στο χωριό Μονοπήγαδο βρήκαμε ζεστασιά. Τα παιδιά μας είναι σαν να πήγανε στο χωριό των παππούδων μας για να τα σώσουμε από το ψυχολογικό τραύμα του πολέμου», λέει η Σβετλάνα.
Δίπλα του φυτεύει δεντράκια η Νατάσα με τα δυο της παιδιά, την 6χρονή Μάσα και την 11χρονη Κάτια.
«Δόξα τω Θεώ ότι φύγαμε… μόνο που οι σειρήνες μέσα από το (Ουκρανικό) κινητό μου μας κυνηγούν και στην Ελλάδα… φέρνουν απόλυτη θλίψη…” λέει. Είναι από την Οδησσό, και έφυγε μόνο για να προστατεύσει την ζωή και την αθωότητα των παιδιών της. Να μην τραυματιστούν οι ψυχές τους από την φρίκη του πολέμου.
“Φεύγαμε σε απόλυτη απόγνωση.Πήραμε μαζί μας ελάχιστα πράγματα και δεν περιμέναμε ότι θα βρεθούμε σε ένα φιλόξενο χωριό, με ανθρώπους ένθερμους γύρω μας, πολύ αληθινούς. Είναι συγκινητικό αυτό που ζούμε. Εκτός τα απαραίτητα που μας εξασφάλισαν στο Μονοπήγαδο, την στέγη,την τροφή, οργανώνουν με τα παιδιά διάφορες δραστηριότητες στο πολιτιστικό σύλλογο τις απογευματινές ώρες, για να μπορέσουν να ξεχνιούνται. Οι Έλληνες είναι πραγματικά μεγαλόψυχοι και ευτυχώς που ήρθα στην Ελλάδα, χάρη στους φίλους μας, που μένουν εδώ, μετανάστες αυτοί από την εποχή του ‘90».
Η 11χρονη Νάστια, κόρη μιας άλλης Ουκρανής, της Ιρίνα, λέει πως ζει μια καινούργια εμπειρία και ελπίζει ότι θα βρει φίλες στην Ελλάδα. Θέλει να μάθει καλά ελληνικά, “μία γλώσσα δύσκολη, που όμως μου αρέσει να ακούω”.
Η Ελένα από την πόλη Βίνιτσα είναι γιαγιά δυο αγοριών, και δηλώνει στεναχωρημένη γιατί η κόρη της πρέπει να επιστρέψει πίσω στην Ουρανία για τον πατέρα της που έκανε εγχείρηση… «Απομακρυνθήκαμε από την εμπόλεμη πατρίδα Ουκρανία, είμαστε τυχεροί, αλλά θλίβομαι, όταν σκέφτομαι τους ανθρώπους που δεν κατάφεραν για διάφορους λόγους να φύγουν» , λέει η Ελένα κρατώντας αγκαλιά τα εγγόνια της, τον Βλαντ και τον Σάσα. Στην δεντροφύτευση συμμετείχαν και ο Γιούρι με την Λιούμπα Σιβαβόλενκο, που ζουν στην Ελλάδα 28 χρόνια.
“Φύγαμε από την Ουκρανία το 1994 λόγω της τρομερής οικονομικής κρίσης” λέει ο Γιούρι . “Μένουμε στα Νέα Μουδανιά. Με ότι μπορώ συμπαραστέκομαι στους φίλους και συμπατριώτες μου. Εικοσιπέντε χρόνια εργαζόμουν ως ψαράς στα Μουδανιά, αλλά τώρα δουλεύω σ ένα εργοστάσιο ελαιοπαραγωγής στο Πολύγυρο”, λέει και πιάνει το φτυάρι να φυτέψει ακόμα μερικά δεντράκια στο όμορφο δάσος του Μονοπηγάδου.
Το δάσος των προσφύγων
Συνολικά τριακόσια δενδρύλια φυτεύτηκαν την Κυριακή, ενώ θα συμπληρωθούν αυτές τις ημέρες με άλλα διακόσια όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Κατερίνα Σίλερ, γραμματέας του Πολιτιστικού Συλλόγου Μονοπηγάδου, που συντόνισε όλη την προσπάθεια της φιλοξενίας των προσφύγων.
“Το δάσος μας είναι 70 χρόνων, είναι δημιούργημα των Ποντίων προσφύγων και έχει μια μακρά ιστορία” μας λέει ο 93χρονος Κωνσταντίνος Κωσταντινίδης. «Τα πρώτα πεύκα, περίπου 800, τα είχε φυτέψει ο δάσκαλος του χωριού μας, ο Ισίδωρος με τους μαθητές του το 1950. Ενώ όταν το 1960 ήμουν κοινοτικός σύμβουλος, είχα την πρωτοβουλία και έφερα 12.000 πεύκα που τα φυτέψαμε τότε. Έγινα πρόεδρος της κοινότητας το 1979 και έβαλα άλλα 100.000 πεύκα σε όλο το δάσος μας. Σήμερα συγκινούμε πολύ, μετά από 60 χρόνια βρέθηκα ξανά εδώ στην δεντροφύτευση με τα παιδιά και γονείς των παιδιών από την Ουκρανία, πρόσφυγες του πολέμου, σαν εμάς, πριν 100 χρόνια.