Quantcast

Ταϊβάν: Μπορεί να αποφευχθεί ένας πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας;

Ο κίνδυνος ανοιχτής σύγκρουσης και τα διδάγματα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία

Μπορεί να αποφευχθεί ένας πόλεμος μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ για την Ταϊβάν; Και αν ναι, με ποιον τρόπο;

Αυτά είναι τα κεντρικά ερωτήματα που θέτει πρόσφατη ανάλυση του Economist για την κρίση στην Ασία, καταλήγοντας στο ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο εξομάλυνσης των σχέσεων.

Από την προηγούμενη αναμέτρησή τους, το 1995-96, η Αμερική, η Κίνα και η Ταϊβάν, βρίσκουν όλο και πιο ενοχλητικές τις ασάφειες και τις αντιφάσεις του status quo επί του οποίου βασίζεται η ειρήνη. Ιδίως η Κίνα δείχνει πλέον τα δόντια της. Επομένως, για την αποτροπή ενός πολύ επικίνδυνου πολέμου, υπάρχει ανάγκη για μια νέα ισορροπία.

 

 

Γιατί ενοχλεί τόσο η Ταϊβάν;

Σύμφωνα με την οικονομική εφημερίδα, η σημερινή κατάσταση αντανακλά τις σεισμικές αλλαγές που συνέβησαν στο διάστημα των πενήντα τελευταίων ετών. Η Ταϊβάν εξελίχθηκε από στρατιωτική δικτατορία σε φιλελεύθερη δημοκρατία 24 εκατ. ανθρώπων, σχεδόν όλοι εκ των οποίων είναι κινέζοι Χαν. Οι πολίτες της κατέχουν υπερδιπλάσιο πλούτο σε σχέση με τους Κινέζους της ενδοχώρας. Η επιτυχία τους, εκτιμά ο Economist, αμφισβητεί από μόνη της το αυταρχικό καθεστώς της Κίνας και είναι ένας από τους πιο προφανείς λόγους που οι Ταϊβανέζοι δεν επιθυμούν να περάσουν στον έλεγχο της κυβέρνησης του Πεκίνου.

Η πρόεδρος της χώρας, Τσάι Ινγκ-γουέν δεν έχει κάνει επίσημες κινήσεις προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας, όμως το νησί απομακρύνεται διαρκώς από την ενδοχώρα. Η πρόταση της Κίνας για «μια χώρα, δύο συστήματα» ακούγεται κενή νοήματος, από τη στιγμή που η ενδοχώρα τσάκισε τις πολιτικές ελευθερίες στο Χονγκ Κονγκ, το οποίο είχε αποδεχτεί την ίδια προσφορά. Σήμερα, ελάχιστοι Ταϊβανέζοι λένε ότι θα ήθελαν άμεσα επίσημη ανεξαρτησία, όμως κύρια αιτία για αυτό είναι το ότι μια τέτοια κίνηση είναι βέβαιο ότι θα οδηγούσε σε εισβολή. ¨Όμως ακόμη λιγότεροι είναι εκείνοι που επιθυμούν την επανένωση.

 

 

Οι ΗΠΑ έχουν αλλάξει

Οι ΗΠΑ έχουν επίσης αλλάξει, παρατηρεί η οικονομική εφημερίδα. Έπειτα από τις δυο παρεμβάσεις της υπερδύναμης για την προστασία της Ταϊβάν στη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, οι ΗΠΑ άρχισαν να αμφιβάλλουν αν αξίζει να την υπερασπιστούν. Όμως η δημοκρατική επιτυχία της χώρας, αλλά και η σημασία της ως πηγή ημιαγωγών την κατέστησε ακόμη σημαντικότερη.

Σημερινοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Ιαπωνία, αντιμετωπίζουν την αποφασιστική υποστήριξη προς την Ταϊβάν ως δοκιμασία για τον ρόλο της Αμερικής ως κυρίαρχη και αξιόπιστη δύναμη στην περιοχή του δυτικού Ειρηνικού. Οι ΗΠΑ δεν έχουν δεσμευτεί επισήμως να υπερασπιστούν την Ταϊβάν με άμεσο τρόπο, υιοθετώντας αντ’ αυτού μια πολιτική «στρατηγικής ασάφειας».

Όμως εν μέσω αυξανόμενης σινοαμερικανικής αντιπαλότητας, και με τους πολιτικούς στην Ουάσινγκτον να ορκίζονται ότι θα φανούν σκληροί απέναντι στην Κίνα, λίγες αμφιβολίες υπάρχουν για το ότι αν ξεσπούσε σήμερα μια μάχη για την Ταϊβάν, οι ΗΠΑ θα συμμετείχαν σε αυτή. Πράγματι, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, το έχει δηλώσει επανειλημμένως – αν και κάθε φορά το προσωπικό σπεύδει να διαψεύσει αυτές τις δηλώσεις.

 

 

«Παρανοϊκός» εθνικισμός

Κανείς, όμως, δεν θέλει τόσο πολύ να δει το status quo να αλλάζει όσο η Κίνα. Η συνέχιση της ειρήνης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ – ο οποίος δίνει αρκετές αφορμές για απαισιοδοξία. Καθώς η Κίνα γίνεται όλο και πλουσιότερη, καλλιεργεί και έναν ισχυρό εθνικισμό, τον οποίο η οικονομική εφημερίδα χαρακτηρίζει ως «παρανοϊκό». Στο πλαίσιό του, τονίζει κάθε ταπείνωση που έχει υποστεί στα χέρια ξένων δυνάμεων.

Ο Σι έχει συνδέσει την επανένωση με την Ταϊβάν με τον στόχο του να πετύχει την «εθνική ανανέωση» μέχρι το 2049. Οι ένοπλες δυνάμεις της Κίνας αναπτύσσουν την ισχύ που απαιτείται για να καταλάβουν το νησί με τη βία. Το ναυτικό της χώρας πλέον διαθέτει περισσότερα πλοία από ότι η Αμερική. Κάποιοι στρατηγοί στην Ουάσινγκτον θεωρούν ότι η εισβολή θα πραγματοποιηθεί μέσα στη δεκαετία.

Μέχρι στιγμής, οι κινήσεις της Κίνας περιορίζονται στην υπολογισμένη επίδειξη δύναμης. Είναι σχεδιασμένες να επιδεικνύουν τον θυμό και την ισχύ της, αποφεύγοντας την κλιμάκωση. Οι δυνάμεις της χρησιμοποιούνται με τρόπο που δεν θα προκαλέσει πόλεμο.

Αντίστοιχα κινούνται και οι ΗΠΑ. Και το αεροσκάφος που μετέφερε στην Ταϊβάν την πρόεδρο του αμερικανικού κοινοβουλίου, Νάνσι Πελόζι, απέφυγε να πετάξει επάνω από τις κινεζικές ναυτικές βάσεις στη Νότια Σινική Θάλασσα.

 

 

Περισσότερες ασκήσεις για την ειρήνη;

Ο κίνδυνος προκύπτει από τη χρήση των κρίσεων εκ μέρους της Κίνας για τον ορισμό νέων συνόρων στην περιοχή που η Ταϊβάν θεωρεί δικό της εναέριο χώρο και εγχώρια ύδατα. Επιπλέον, είναι πιθανό να επιχειρήσει να επιβάλει ακόμη αυστηρότερους περιορισμούς στις συναλλαγές του νησιού με τον υπόλοιπο κόσμο.

Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους επιδιώκουν να αποτρέψουν αυτές τις εξελίξεις χωρίς να εμπλακούν σε μάχη. Σύμφωνα με τον Economist, η Αμερική θα έπρεπε να ξεκινήσει δημιουργώντας εκ νέου τις νόρμες που ακολουθούνταν πριν την κρίση. Για παράδειγμα, η οικονομική εφημερίδα θεωρεί ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να επιστρέψουν άμεσα στη στρατιωτική δραστηριότητα γύρω από την Ταϊβάν, συμπεριλαμβανομένων των μετακινήσεων μέσω των Στενών της Ταϊβάν και των επιχειρήσεων σε διεθνή ύδατα που η Κίνα θεωρεί ότι της ανήκουν. Άλλες κινήσεις που προκρίνει η ανάλυση είναι η διεύρυνση των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων με τους συμμάχους της στην περιοχή και την περαιτέρω εμπλοκή τους σε σχεδιασμούς που αφορούν την Ταϊβάν. Η Ιαπωνία ενοχλήθηκε όταν η Κίνα εκτόξευσε ρουκέτες προς την κατεύθυνσή της και έδειξε ότι θα μπορούσε να εμπλακεί σε περίπτωση πολέμου, γεγονός που θα περιέπλεκε μια κινεζική εισβολή.

 

Τα διδάγματα της Ουκρανίας

Ο αναλυτής του Economist, αντλεί διδάγματα από τον πόλεμο της Ουκρανίας που μοιάζουν αντικρουόμενα. Από τη μία, κρίνει ως καλύτερη μέθοδο αποτροπής μιας ανοιχτής σύγκρουσης στην Ταϊβάν, τις δράσεις που θα έκαναν την κινεζική πλευρά να θεωρήσει ότι το ρίσκο παραείναι μεγάλο και δεν αξίζει τον κόπο. Επιχείρημα στο οποίο θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι η ενισχυμένη δυτική στρατιωτική παρουσία στα Στενά θα μπορούσε να ωθήσει την Κίνα στην επίθεση, από φόβο για τη δική της ασφάλεια – πράγμα που προβάλλει ως επιχείρημα και η Ρωσία για την εισβολή στην Ουκρανία.

Από την άλλη πλευρά, θεωρεί ότι η Ταϊβάν θα πρέπει να πάρει μαθήματα από την Ουκρανία σε ό,τι αφορά τη χρήση μικρών, φορητών όπλων, αντί για τους ακριβούς εξοπλισμούς που προτιμούν ως τώρα οι στρατηγοί της. «Το νησί», αναφέρει το άρθρο, «θα πρέπει να μετατραπεί σε σκαντζόχοιρο που η Κίνα θα δυσκολευόταν να καταπιεί. Όπως και η Ουκρανία, έτσι και η Ταϊβάν θα πρέπει να δείξει μεγαλύτερη προθυμία να υπερασπιστεί τον εαυτό της». Όπως επισημαίνει, άλλωστε, ο Economist, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας μαστίζονται εδώ και χρόνια από τη διαφθορά, τις σπατάλες και τα σκάνδαλα.

Το συμπέρασμά του; «Ο πόλεμος δεν είναι αναπόφευκτος. Όσο μεγάλες και αν είναι οι φιλοδοξίες του Σι, προτεραιότητά του είναι να κρατηθεί στην εξουσία. Αν η εισβολή στην Ουκρανία διδάσκει ένα μάθημα, αυτό είναι ότι ακόμη και μια φαινομενικά εύκολη νίκη μπορεί να μετατραπεί σε παρατεταμένη δοκιμασία, με καταστροφικές συνέπειες σε εγχώριο επίπεδο. Η Αμερική και η Ταϊβάν δεν είναι υποχρεωμένες να αποδείξουν ότι μια εισβολή θα αποτύγχανε, αλλά να δημιουργήσουν στον Σι αρκετές αμφιβολίες ώστε να περιμένει».